Θρακιώτικη κουζίνα
Τρίτη 31 Μαΐου 2011
ΛΕΥΚΙΜΗ
ΛΕΥΚΙΜΗ
Παλιό όμορφο γραφικό χωριό στις παρυφές του προστατευόμενου δάσους Λευκίμης - Δαδιάς. Για την ίδρυση του υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από τους Καταλανούς. Η δεύτερη ανάγει την ίδρυσή του στις αρχές του 17ου αιώνα από μετακινήσεις πληθυσμών της γύρω περιοχής και από κατοίκους της αρχαίας Δύμης. Το όνομά του Καβατζίκι (Λευκίμη) το πήρε από τις πολλές λεύκες που υπήρχαν στον τόπο προέλευσης των κατοίκων. Μέχρι το 1927 ήταν από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Τότε το χωριό αλλάζει όνομα από Καβατζίκι σε Λευκίμη. Τα εναπομείναντα κτίρια μαρτυρούν την τότε οικονομική του ευμάρεια.
Σήμερα η Λευκίμη έχει να επιδείξει τα πολλά καλοδιατηρημένα πηγάδια, την όμορφη πλατεία της, τον παλιό γιαχανά και τις δύο εκκλησίες, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το σπάνιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις παλιές εικόνες του 1834 και του 1850, και της Γενεσίου της Θεοτόκου.
Το βουνό της, πλούσιο σε βλάστηση, προσφέρεται για πεζοπορία και παρατήρηση ζώων και αρπακτικών καθώς διαθέτει και το δικό του παρατηρητήριο. Στη Λευκίμη λειτουργούν δύο παραδοσιακοί ξενώνες.
ΤΥΧΕΡΟ
ΤΥΧΕΡΟ
Το Τυχερό βρίσκεται 50 χλμ. βορειοανατολικά της Αλεξανδρούπολης και 4 χλμ. δυτικά του ποταμού Έβρου. Είναι η έδρα της Δημοτικής Ενότητας Τυχερού του Δήμου Σουφλίου και μπροστά του απλώνεται η εύφορη πεδιάδα με παραδοσιακές και σύγχρονες καλλιέργειες. Φημισμένα είναι τα πεπόνια Τυχερού, αλλά και τα σπαράγγια.
Οι κάτοικοί του προέρχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία, από δύο αρβανιτόφωνα χωριά που βρίσκονται λίγο νοτιότερα, στην απέναντι όχθη του ποταμού. Εγκαταστάθηκαν εδώ το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το αρχικό όνομα του χωριού ήταν Μπίντικλι. Μετονομάστηκε σε Τύχιον όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια στάση του στο χωριό, μίλησε στους κατοίκους του, φέρνοντας καλοτυχία και επιτυχία στη συνθήκη των Σεβρών. Το 1953, το Τύχιον εκδημοτίζεται σε Τυχερό.
Στην είσοδο του Τυχερού, περιμετρικά της τεχνητής λίμνης Τυχερού, απλώνεται ένα πλήρες, πρωτότυπο και ιδιαίτερο συγκρότημα αναψυχής, με υποδομές διασκέδασης, άθλησης και χαλάρωσης. Το Οικοτουριστικό Κέντρο Τυχερού αποτελεί εξαιρετική πρόταση για εναλλακτικές διακοπές και ξεκούραση και λειτουργεί ως ορμητήριο για κοντινές εκδρομές στο Δέλτα Έβρου και το Δάσος Λευκίμης - Δαδιάς.
Ξενώνας με εκπληκτική θέα στη λίμνη Τυχερού, χαλάρωση, ζεστασιά γύρω από το τζάκι της σάλας, μετατρέπουν τη διαμονή ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και χαλαρωτική. Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες λειτουργούν Κολυμβητήριο - Πισίνα, ως όαση δροσιάς για δημότες και επισκέπτες και θερινό αμφιθέατρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις και μουσικοχορευτικές παραστάσεις.
Παράλληλα, εναλλακτικές προτάσεις διασκέδασης, άσκησης και επαφής με τη φύση. Ποδήλατο, κανό, τοξοβολία και μαθήματα ιππασίας ή βόλτες με άλογα σε μικρές ή μεγαλύτερες διαδρομές που φθάνουν μέχρι τις όχθες του ποταμού Έβρου.
Εδώ κάθε καλοκαίρι διοργανώνεται το Φεστιβάλ Νεολαίας Τυχερού, με πολλές εκδηλώσεις και δραστηριότητες και την συμμετοχή γνωστών και σπουδαίων καλλιτεχνών.
ΣΟΥΦΛΙ
ΣΟΥΦΛΙ
Το Σουφλί απέχει 65χλμ. από την Αλεξανδρούπολη. Ξακουστό για τα μεταξωτά και την πλούσια εθνική και λαογραφική παράδοση. Η παράδοση αναφέρει ότι κτίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά είναι βέβαιο ότι το Σουφλί κατοικούνταν από την Αλεξανδρινή εποχή. Αυτό διαπιστώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή, καθώς και από την ανακάλυψη τάφων της ελληνιστικής περιόδου. Όμως το έντονο θρακιώτικο στοιχείο στα έθιμα της περιοχής μαρτυρεί την καταγωγή των Σουφλιωτών από το μεγάλο θρακικό φύλο της Βαλκανικής Χερσονήσου και των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Η ιστορία του Σουφλίου είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μετάξι τους δύο τελευταίους αιώνες και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής. Για πρώτη φορά το Σουφλί αναφέρεται από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το 1667 μ.Χ, με το όνομα Σοφουλού. Την περίοδο εκείνη ήταν ένα κεφαλοχώρι, απαλλαγμένο από φόρους. Την τουρκική ονομασία Σοφουλού πιθανώς να την πήρε από παλιό μουσουλμανικό μοναστήρι που βρισκόταν στην περιοχή. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή, ότι το Σουφλί πήρε την ονομασία του από τ' όνομα κάποιου βυζαντινού γαιοκτήμονα που λεγόταν Σουφλής.
Το Σουφλί υπήρχε από το 16ο αι. Μέχρι τότε υπήρχαν κάποιοι οικισμοί, σε ψηλά σημεία, μέσα στη σημερινή θέση της πόλης, αλλά και γύρω από αυτή. Οι οικισμοί ήταν τόσο ασήμαντοι, ώστε να μην προκαλούσαν το ενδιαφέρον των περιηγητών. Πριν από το16ο αιώνα άρχισαν να ενώνονται και σύντομα αποτέλεσαν το χωριό, που αναφέρει ο Εβλιγιά Τσελεμπή.
Στο Σουφλί λειτουργεί το "Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Σουφλίου", το οποίο υλοποιεί προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για σχολεία όλης της Ελλάδας με θεματολογία: «Αειφόρος ανάπτυξη - Εναλλακτικές λύσεις ανάπτυξης της περιοχής - Σηροτροφία - Οικοτουρισμός, Το νερό, Το δάσος και οι λειτουργίες του, Η διαχείριση των απορριμμάτων - Ανακύκλωση», με παράλληλες επισκέψεις στο Δάσος της Δαδιάς και τον ποταμό Έβρο.
Εδώ υπάρχει το Μουσείο του Μεταξιού στο αρχοντικό του ιατρού, φιλόσοφου, ιστορικού και πολιτικού Κωνσταντίνου Κουρτίδη. Μεταξωτά κατασκευάζονται ακόμη και διατίθενται από τα καταστήματα της πόλης. Σώζονται πολλά παραδοσιακά σπίτια όπου γίνονταν η εκτροφή των κουκουλιών (μεταξοσκωλήκων).
Απαραίτητη είναι η επίσκεψη στο Δημοτικό Μουσείο που στεγάζεται στο αρχοντικό Μπρίκα και στις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου, με τους διώροφους γυναικωνίτες και το περίτεχνα σκαλισμένο τέμπλο, και του Αγίου Αθανασίου.
Γύρω από την κεντρική πλατεία του Σουφλίου, όπου αγόρευσαν κατά καιρούς μεγάλες προσωπικότητες της Ελλάδας, βρίσκονται τα καταστήματα του μεταξιού με τα πασίγνωστα προϊόντα. Επίσης στην αγορά μπορείτε να αγοράσετε πεντανόστιμα εδέσματα. Αναζητήστε στα κρεοπωλεία τον καβουρμά και τα λουκάνικα, καθώς και εξαιρετικά γλυκά, τσίπουρο και κρασί.
ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ
Εκκλησία της Κορνοφωλιάς
ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ
Λίγο πριν το Σουφλί συναντάμε την Κορνοφωλιά, χωριό κτισμένο σε καταπράσινη λοφοπλαγιά που αντικρύζει την Ανατολή. Η Κορνοφωλιά είναι πολύ παλιός οικισμός που διατηρεί τ' όνομα του ολόιδιο από τους μακρινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας. Ντερβέν Καράμπουνάρ την έλεγαν οι Τούρκοι, δηλαδή Μαυροπήγαδο της Κλεισούρας από τη στενωπό νότια του χωριού και από το κεντρικό πηγάδι που υπάρχει και σήμερα δίπλα στην κεντρική πλατεία, το Μεσοχώρι. Καράμπουνάρ την ονομάζει και ο Εβλιγιά Τσελεμπή που πέρασε απ' αυτή το 1667.
Όμως στη γλώσσα των κατοίκων (που ήταν όλοι τους Έλληνες), και στους παλιούς κώδικες της Μητρόπολης του Διδυμοτείχου, το χωριό πάντοτε λέγονταν Κορνοφωλέα ή Κορνοφωλιά. Προφανώς πήρε τ' όνομα αυτό από τις άφθονες κουρούνες, δηλαδή τα κοράκια, που φώλιαζαν στα μεγάλα παλιά δέντρα, τις φτελιές, τα καραγάτσια όπως τα έλεγαν τότε και που ήταν γύρω από το παλιό πηγάδι.
Εκείνο όμως που κάνει γνωστή σήμερα την Κορνοφωλιά είναι το περίφημο μοναστήρι της που βρίσκεται ένα χιλιόμετρο περίπου στα δυτικά του χωριού. Το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου που είναι μετόχι της Μονής Ιβήρων του Αγίου 'Όρους.
Η ιστορία του χάνεται στα βάθη του παρελθόντος. Φαίνεται πως στην αρχή ήταν μικρό ξωκκλήσι που τιμούνταν στ' όνομα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Κι' ήταν το ξωκκλήσι αυτό πλάι' σε πηγή με καθαρό και πόσιμο νερό. Η πηγή αργότερα έγινε υπόγεια δεξαμενή και πηγάδι που βρίσκεται σήμερα μέσα στην εκκλησία του μοναστηριού και αποτελεί άγιασμα του.
Το αρχαιότερο κείμενο που υπάρχει σήμερα και αφορά την ιστορία του είναι πατριαρχικό συγγίλιο (απόφαση) του 1781 και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Με την απόφαση αυτή αναγνωρίζεται ότι η Μονή νόμιμα περιήλθε από τη Μητρόπολη Διδυμοτείχου στη Μονή Ιβήρων το 1756 που ανέλαβε να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της.
Η φήμη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Πορταΐτισσας, που βρίσκεται στο μοναστήρι, είχε απλωθεί σ' όλη τη Θράκη. Η εικόνα της είναι αντίγραφο της Πορταΐτισσας του Αγίου Όρους και ήρθε από τη Μονή των Ιβήρων όταν το μοναστήρι έγινε μετόχι του. Λένε πως είναι έργο του Πανσέληνου, δεν υπάρχει όμως κανένα γραπτό στοιχείο για τη χρονολόγηση της. Το μοναστήρι έγινε αναπόσπαστο μέρος της λατρευτικής ζωής του λαού του Έβρου και η ιστορία του δένεται με την ιστορία της περιοχής.
Η Παναγία η Κοσμοσώτειρα των Φερών.
Παναγιά Κοσμοσώτειρα
Η σημερινή ακριτική πόλη των Φερών είναι η κληρονόμος της βυζαντινής Βήρας, με την εκκλησία της Παναγίας να παραμένει από το 1152, σε πείσμα του χρόνου, το μνημείο-σύμβολο της τέχνης και του πολιτισμού της βυζαντινής Θράκης.
Σήμερα η Παναγία Κοσμοσώτειρα έχει ανακηρυχθεί προστάτιδα των απανταχού Θρακιωτών και ο ναός της το προσκυνηματικό τους κέντρο. Οι αρχαιολογικοί χώροι των Φερών είναι ανοικτό παράθυρο στη σημαντική ιστορία του τόπου. Εκτός από την Παναγία Κοσμοσώτειρα, υπάρχει ο Αρχαιολογικός χώρος του Δορίσκου, με την ακρόπολη, τους τάφους και μια πλούσια συλλογή από νομίσματα, αγγεία και αγαλματίδια, που στεγάζονται στο πρώην κοινοτικό κτήριο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο περίπατος στο διαμορφωμένο με μονοπάτια πάρκο της Μεγάλης Βρύσης με το φημισμένο νερό της, που οδηγεί στο Βυζαντινό υδραγωγείο και στο ανοικτό θέατρο, όπου κάθε καλοκαίρι φιλοξενούνται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου.
Η σημερινή ακριτική πόλη των Φερών είναι η κληρονόμος της βυζαντινής Βήρας, με την εκκλησία της Παναγίας να παραμένει από το 1152, σε πείσμα του χρόνου, το μνημείο-σύμβολο της τέχνης και του πολιτισμού της βυζαντινής Θράκης.
Σήμερα η Παναγία Κοσμοσώτειρα έχει ανακηρυχθεί προστάτιδα των απανταχού Θρακιωτών και ο ναός της το προσκυνηματικό τους κέντρο. Οι αρχαιολογικοί χώροι των Φερών είναι ανοικτό παράθυρο στη σημαντική ιστορία του τόπου. Εκτός από την Παναγία Κοσμοσώτειρα, υπάρχει ο Αρχαιολογικός χώρος του Δορίσκου, με την ακρόπολη, τους τάφους και μια πλούσια συλλογή από νομίσματα, αγγεία και αγαλματίδια, που στεγάζονται στο πρώην κοινοτικό κτήριο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο περίπατος στο διαμορφωμένο με μονοπάτια πάρκο της Μεγάλης Βρύσης με το φημισμένο νερό της, που οδηγεί στο Βυζαντινό υδραγωγείο και στο ανοικτό θέατρο, όπου κάθε καλοκαίρι φιλοξενούνται οι πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου.
Μoυσείο Τέχνης Μεταξιού
Καλωσήλθατε
Ο Οίκος μεταξιού Τσιακίρη που εδώ και 60 χρόνια δραστηριοποιείται στην παραγωγή και επεξεργασία μετάξης στο Σουφλί δημιούργησε με πολύ αγάπη και μεράκι έναν μοναδικό πολυχώρο στο κέντρο της πόλης του Σουφλίου. Σκοπός του είναι να αναδείξει και να διασώσει την πλούσια παράδοση της περιοχής στην Μεταξουργία.
Πρωτότυπα εκθέματα σε συνδυασμό με την σύγχρονη τεχνολογία , οδηγούν τον επισκέπτη βήμα προς βήμα σε ένα ταξίδι τόσο μοναδικό όσο και ίδιο το μετάξι.
Στα πλαίσια λειτουργίας του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΜΕΤΑΞΙΟΥ γίνονται ειδικές ξεναγήσεις στους διαμορφωμένους χώρους του σε οργανωμένα γκρουπ και σχολεία .
Το Μουσείο Τέχνης Μεταξιού στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό ανακαινισμένο κτήριο.
Ο επισκέπτης του μουσείου μπορεί να πάρει μια γεύση των σταδίων παραγωγής του μεταξιού μέσα από τα εκθέματα που δουλεύουν όπως αναπίνηση, επεξεργασία του νήματος μέχρι και ύφανση.
Τα εκθέματα συμπληρώνονται με video που προβάλλουν όλα τα σταδία από την εκτροφή του μεταξοσκώληκα μέχρι τελικό προϊόν.
Στο Μουσείο Τέχνης Μεταξιού φιλοξενούνται εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις με θέμα των τέχνη και τον πολιτισμό.
Στο κατάστημα του μουσείου θα βρείτε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων από των συλλογή του Οίκου Μεταξιού Τσιακίρη.
Το μουσείο πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) ( ράμπες εισόδου, ανελκυστήρα και ειδικές τουαλέτες).
Πρωτότυπα εκθέματα σε συνδυασμό με την σύγχρονη τεχνολογία , οδηγούν τον επισκέπτη βήμα προς βήμα σε ένα ταξίδι τόσο μοναδικό όσο και ίδιο το μετάξι.
Στα πλαίσια λειτουργίας του ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΜΕΤΑΞΙΟΥ γίνονται ειδικές ξεναγήσεις στους διαμορφωμένους χώρους του σε οργανωμένα γκρουπ και σχολεία .
Το Μουσείο Τέχνης Μεταξιού στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό ανακαινισμένο κτήριο.
Ο επισκέπτης του μουσείου μπορεί να πάρει μια γεύση των σταδίων παραγωγής του μεταξιού μέσα από τα εκθέματα που δουλεύουν όπως αναπίνηση, επεξεργασία του νήματος μέχρι και ύφανση.
Τα εκθέματα συμπληρώνονται με video που προβάλλουν όλα τα σταδία από την εκτροφή του μεταξοσκώληκα μέχρι τελικό προϊόν.
Στο Μουσείο Τέχνης Μεταξιού φιλοξενούνται εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις με θέμα των τέχνη και τον πολιτισμό.
Στο κατάστημα του μουσείου θα βρείτε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων από των συλλογή του Οίκου Μεταξιού Τσιακίρη.
Το μουσείο πληρεί όλες τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) ( ράμπες εισόδου, ανελκυστήρα και ειδικές τουαλέτες).
Η ΜΑΓΙΚΗ ΑΣΠΡΗ ΣΚΟΝΗ
Η ΜΑΓΙΚΗ ΆΣΠΡΗ ΣΚΟΝΗ
Φίνο άσπρο αλεύρι για όλες της χρήσεις. Maxima Roller Mills No 398. Ημερομηνία πρώτης λειτουργίας 1927, Καστανιές Εβρου.
Μόλις 4 χρόνια μετά την πρώτη λειτουργία του τελωνείου με την Τουρκία. Ο Κώστας Παπάζογλου, 86 χρονών σήμερα, ξεσκονίζει τη φωτογραφία του πατέρα του Γιώργου, κρατώντας μια αυτοσχέδια σκούπα από... «σόργον το σάρωθρον».
Η λευκή πούδρα που αφήνει το αλεύρι έχει εισχωρήσει παντού.
Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει...»
Από τις Καστανιές δεν έφυγε κανένας με τις ανταλλαγές πληθυσμού των αρχών του 20ού αιώνα, μόνο ήρθαν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο σημερινός Δήμος Βύσσας, οι Καστανιές είχαν κατοίκους αμιγώς ελληνόφωνους Θράκες: «Το χωριό είναι ένα από τα παλαιότερα του νομού Εβρου με γηγενή πληθυσμό, δηλαδή που δεν προέρχεται από πρόσφυγες, οι οποίοι μετακινήθηκαν από την Ανατολική Θράκη, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία την εποχή των Βαλκανικών πολέμων και της Μικρασιατικής καταστροφής. Αυτό είναι ασύνηθες και ο λόγος ήταν ότι δεν κατοικήθηκε ποτέ από μουσουλμάνους.
Η πρώτη αναφορά για το χωριό με την παλιότερη τούρκικη ονομασία ως Cörek, (τσιορέκ) προέρχεται από τον Γιώργο Βογιατζή, ο οποίος λέει ότι βρέθηκε σε τουρκικά έγγραφα του 1485 να αναφέρονται χωριά με εξολοκλήρου χριστιανικό πληθυσμό, μεταξύ των οποίων και το χωριό Ηφrek».
Το κτίριο του αλευρόμυλου εξωτερικά... μακάρι να μην πέσει θύμα υπερκατασκευών σκυροδέματος |
Το κτίριο υπήρχε από το 1905, το 1912 κάηκε και το 1927 πέρασε στα χέρια της οικογένειάς του. Ο πατέρας του και ιδρυτής του κυλινδρόμυλου Γιώργος Παπάζογλου, μας κοιτάει καμαρωτός μέσα από μια ξεθωριασμένη φωτογραφία που κρέμεται στον τοίχο.
Το εσωτερικό του κυλινδρόμυλου. Ο κύριος Κώστας είναι ακριβώς κάτω από το κάδρο με τη φωτογραφία του πατέρα του που μόλις ξεσκόνισε |
Ακόμα στέκομαι καλά στα πόδια μου και να σκεφτείς ότι πηγαίνω στα χωράφια και σπέρνω αμ, τι νόμισες; Το παιδί μου ο Γιώργος είναι τώρα στην Αλεξανδρούπολη». Χίλια χρόνια να ζήσεις κυρ Κώστα και να ‘σαι πάντα καλά για να δουλεύεις το θηρίο που βγάζει τη μαγική άσπρη σκόνη.
ΤΟ ΚΑΦΕ ΣΕΛΗΝΗ
Στεκόταν σχεδόν απέναντι από τον αλευρόμυλο του Παπάζογλου και σαν καφενείο συγκέντρωνε σημαντικό κομμάτι της «γερουσίας» του χωριού. Οσες φορές κατάφερα να μπω και να μιλήσω με τους θαμώνες, ήρθα αντιμέτωπος με την πεμπτουσία του σαρκασμού, τον πόνο που αντιμετωπίζεται με γέλιο και την αυθόρμητη θετική διάθεση των ανθρώπων που κατάγονται από τη Θράκη. Καμιά φορά δεν κατάφερα να πληρώσω τον καφετζή της Σελήνης. Ομως δεν είναι αυτός ο λόγος που μου είναι αξέχαστη εκείνη η ατμόσφαιρα.Δευτέρα 30 Μαΐου 2011
μία προικισμένη περιοχή
Ο ΈΒΡΟΣ! μία προικισμένη περιοχή με μακαίωνη ιστορική διαδρομή και πλούσιο φυσικό περιβάλλον
Καλώς ήρθατε στο Blog
'ΕΒΡΟΣ Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ
Περιπλανηθείτε στον Ν. ΈΒΡΟΥ μέσα απ το blog και την ομάδα μας στο facebook. Γνωρίστε τον φυσικό πλούτο του ΝΟΜΟΥ καθώς και πολιτιστικό πλούτο τον χωριών και πόλεων του ΈΒΡΟΥ.http://www.facebook.com/group.php?gid=79668130945
“Ο ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ” του blog Paschalis M.
Κυριακή 29 Μαΐου 2011
Δάσος Δαδιάς
Το Δάσος Δαδιάς ήταν ανέκαθεν ένας σημαντικός βιότοπος για τα αρπακτικά πουλιά. Σήμερα αναγνωρίζεται σαν ένα από τα ελάχιστα φυσικά αποθέματα άγριας πανίδας στην Ευρώπη, λόγω του μεγάλου αριθμού ειδών αρπακτικών που φιλοξενεί.
Στην ευρύτερη περιοχή του Δάσους Δαδιάς, έχουν παρατηρηθεί 36 είδη ημερόβιων αρπακτικών πουλιών από τα 38 ευρωπαϊκά είδη. Από αυτά μερικά ξεχειμωνιάζουν, άλλα περνούν κατά τη μετανάστευση, ενώ 23 είδη, φωλιάζουν στην περιοχή.
Το δάσος της Δαδιάς ίσως παραμένει άγνωστο στο ευρύτερο κοινό, ωστόσο είναι ένας από τους σημαντικότερους βιότοπους της Ευρώπης, ιδίως για τη διαβίωση αρπακτικών πουλιών.
Το δάσος βρίσκεται κοντά στο Σουφλί του νομού Έβρου.
H Σαμοθράκη
H Σαμοθράκη γεωγραφικά βρίσκεται στο άκρο του βορειοανατολικού Αιγαίου, στο Θρακικό πέλαγος και απέχει 32 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη.
Έγινε παγκοσμίως γνωστή από το περίφημο άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά και από τα περίφημα "Καβείρια Μυστήρια" που τελούνταν εδώ στην αρχαιότητα.
Έγινε παγκοσμίως γνωστή από το περίφημο άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, αλλά και από τα περίφημα "Καβείρια Μυστήρια" που τελούνταν εδώ στην αρχαιότητα.
Ιδιαίτερο γνώρισμα της Σαμοθράκης είναι η άγρια παρθενική φύση με τα απόκρημνα βουνά, την πλούσια βλάστηση, τα δάση με πλατάνια, καστανιές και κουμαριές αλλά και τα τρεχούμενα νερά, τους καταρράκτες και τις πανέμορφες παραλίες. Χαρακτηριστικά είναι τα πλατανόδαση που φτάνουν μέχρι τις παραλίες του νησιού.
Στο βουνό Σάος οι ορειβάτες αλλά και οι περιπατητές μπορούν να απολαύσουν τα καταπληκτικά τοπία της περιοχής.
Στα Θέρμα να χαλαρώσουν στις ιαματικές πηγές που είναι γνωστές από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες
Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Νέας Ορεστιάδας
Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Νέας Ορεστιάδας ανήκει στο Μορφωτικό Σύλλογο "Μουσείο Λαογραφίας και Ιστορίας Τέχνης Ορεστιάδας και Περιφερείας". Ιδρύθηκε το 1974 και διαμορφώθηκε το 1994-1996 με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού, της Νομαρχίας ΄Εβρου, του Δήμου Ορεστιάδας και ιδιωτών χορηγών. Οι εργασίες διαμόρφωσης έγιναν με την συμπαράσταση της Ελληνικής Εταιρείας Λαογραφικής Μουσειολογίας.
Ιστορία των Γκαγκαβούζηδων
Στο ερώτημα ποιοι είναι οι Γκαγκαβούζοι προσπάθησαν πολλοί ιστορικοί να απαντήσουν και να δώσουν μια λογική εξήγηση της προέλευσης και της διαδρομής τους. Περισσότερο ασχολήθηκαν ξένοι ιστορικοί, όπως Βούλγαροι, Τούρκοι, Ρώσοι και πολύ λιγότερο οι Έλληνες. Λόγω αυτού του γεγονότος σήμερα κυριαρχεί η άποψη ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο που εκχριστιανίσθηκε την εποχή του Βυζαντίου. Είναι όμως έτσι τα γεγονότα; Μέσα από τα ιστορικά γεγονότα δεν αναφέρεται από καμιά ιστορική πηγή ότι κάποιο τουρκικό φύλο εκχριστιανίστηκε. Αντίθετα αναφέρονται μαζικοί εξισλαμισμοί χριστιανικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια.
Ο όρος Γκαγκαούζοι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ρωσική ιστοριογραφία αρχές του 18ου αιώνα. Προσδιορίζονται όλοι οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Βόρειας Βουλγαρίας. Ως προς την ετυμολογία του ονόματος δόθηκαν πολλές απαντήσεις από ιστορικούς των προαναφερόμενων χωρών. Όλες θεωρούν ότι πρόκειται για τουρκικό φύλο και ο λόγος είναι προφανής. Η ιδέα του παντουρκισμού επιβάλει την παρουσία τουρκικών φύλων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ασίας και της Ευρώπης. Παράλληλα η ύπαρξη Τούρκων χριστιανών εξυπηρετεί τα πολιτικά σχέδια των εκφραστών του παντουρκισμού, μέσα από τη σημερινή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας.
Από την πλευρά των Ελλήνων ιστορικών διατυπώθηκε η άποψη ότι πρόκειται για Μικρασιάτες Καραμανλήδες, μετανάστες στη Βόρεια Βουλγαρία και την Ανατολική Θράκη. Η έρευνα των λαογραφικών στοιχείων δείχνουν ότι η σχέση των Γκαγκαβούζηδων με τους Καραμανλήδες περιορίζεται στη γλώσσα και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο γραφής και όχι στην έκφραση και το λόγο.
Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά-δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Αντίθετα η υποστήριξη της θεωρίας περί αυτόχθονου θρακικού πληθυσμού δεν υποστηρίχτηκε τα προηγούμενα χρόνια και τελευταία αρχίζει να διατυπώνεται δειλά-δειλά από ιστορικούς της Βουλγαρίας και της Ελλάδας.
Πιστεύω ότι η συγκέντρωση όλων των ιστορικών στοιχείων και η αντικειμενική σταχυολόγηση τους θα οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό της θεωρίας για την προέλευση των Γκαγκαβούζηδων.
Οι Γκαγκαβούζοι εντοπίζονται στα παράλια του Δυτικού Ευξείνου Πόντου. Τα χωριά τους βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου Αιμόντου και της πόλης Κωνστάντζας της Ρουμανίας. Στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας εντοπίζονται γκαγκαβούζικα χωριά μέχρι την πόλη Προβάντια και Σούμεν της σημερινής Βουλγαρίας. Κύριες πόλεις των Γκαγκαβούζηδων είναι η Βάρνα, η Καβάρνα, το Μπάλτζικ, το Σούμεν και το Πρόβαντι. Συνολικά καταγράφονται ως γκαγκαβούζικα, περίπου 70 χωριά και πόλεις.
Οι Γκαγκαβούζοι εντοπίζονται στα παράλια του Δυτικού Ευξείνου Πόντου. Τα χωριά τους βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ του ακρωτηρίου Αιμόντου και της πόλης Κωνστάντζας της Ρουμανίας. Στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας εντοπίζονται γκαγκαβούζικα χωριά μέχρι την πόλη Προβάντια και Σούμεν της σημερινής Βουλγαρίας. Κύριες πόλεις των Γκαγκαβούζηδων είναι η Βάρνα, η Καβάρνα, το Μπάλτζικ, το Σούμεν και το Πρόβαντι. Συνολικά καταγράφονται ως γκαγκαβούζικα, περίπου 70 χωριά και πόλεις.
Ποιοι λαοί κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές από την αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση του γκαγκαβούζικου φύλου.
Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, Ηρόδοτος Στράβωνας, Πτολεμαίος, μιλούν για το θρακικό φύλο τους Κροβύζους ή Κροβούζους, ως κατοίκους στην περιοχή της Οδησσού (Βάρνα). Βορειότερα στην περιοχή του Μπάλτζικ κατοικούσε ένα θρακικό φύλο Πυγμαίων, οι Αροτήρες, λαός γεωργικός με συγγενικές σχέσεις με τους Κροβούζους.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Ρωμαίος φυσιοδίφης ιστορικός Πλίνιος και ο εξόριστος ποιητής Οβίδιος αναφέρουν, ότι η περιοχή κατοικείται από τον θρακικό λαό των Κατταούζων ή Κατούζων. Όλοι οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί εύκολα εξελληνίζονται ή εκλατινίζονται. Ζούσαν γύρω από τις οχυρωμένες πόλεις των ελληνικών αποικιών. Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γεγονός θα πρέπει να πούμε, ότι για δύο λόγους υπήρξε αυτή η εγκατάσταση:
Όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, Ηρόδοτος Στράβωνας, Πτολεμαίος, μιλούν για το θρακικό φύλο τους Κροβύζους ή Κροβούζους, ως κατοίκους στην περιοχή της Οδησσού (Βάρνα). Βορειότερα στην περιοχή του Μπάλτζικ κατοικούσε ένα θρακικό φύλο Πυγμαίων, οι Αροτήρες, λαός γεωργικός με συγγενικές σχέσεις με τους Κροβούζους.
Στα ρωμαϊκά χρόνια ο Ρωμαίος φυσιοδίφης ιστορικός Πλίνιος και ο εξόριστος ποιητής Οβίδιος αναφέρουν, ότι η περιοχή κατοικείται από τον θρακικό λαό των Κατταούζων ή Κατούζων. Όλοι οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί εύκολα εξελληνίζονται ή εκλατινίζονται. Ζούσαν γύρω από τις οχυρωμένες πόλεις των ελληνικών αποικιών. Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γεγονός θα πρέπει να πούμε, ότι για δύο λόγους υπήρξε αυτή η εγκατάσταση:
Α) Ως λαός γεωργικός και κτηνοτροφικός ήθελαν να βρίσκονται κοντά στις πόλεις για να γίνονται γρήγορα και άμεσα οι συναλλαγές τους και
Β) Οι οχυρωμένες πόλεις αποτελούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους επιδρομών και συγκρούσεων με άλλα φύλα και λαούς.
Ο ρόλος των οχυρωμένων πόλεων εκτός από τον στρατιωτικό ήταν και εκπολιτιστικός.
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγω της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των λαών του Ευξείνου Πόντου. Ως πρώτος μητροπολίτης Βάρνας, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Αμπλίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου.
Β) Οι οχυρωμένες πόλεις αποτελούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους επιδρομών και συγκρούσεων με άλλα φύλα και λαούς.
Ο ρόλος των οχυρωμένων πόλεων εκτός από τον στρατιωτικό ήταν και εκπολιτιστικός.
Με την μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη, τα Βαλκάνια και ειδικά η Θράκη αποτελούν το περιβόλι της Πόλης. Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, οδήγησε στον εκχριστιανισμό όλων των λαών των Βαλκανίων. Ειδικότερα οι εξελληνισμένοι λαοί έγιναν ευκολότερα χριστιανοί, λόγω της διάδοσης της νέας θρησκείας μέσω της ελληνικής γλώσσας. Ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, συνέβαλε στον εκχριστιανισμό των λαών του Ευξείνου Πόντου. Ως πρώτος μητροπολίτης Βάρνας, αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Αμπλίας. Η μνήμη του εορτάζεται στις 31 Οκτωβρίου.
Διάφοροι λαοί ακολουθώντας το δρόμο της μετανάστευσης περνούν τον Δούναβη και συγκρούονται με το βυζαντινό στρατό. Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγούνται σε ήττα και σε μόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές που ορίζει το Βυζάντιο, αφού πρώτα βαπτίζονται χριστιανοί και αποδέχονται την εξουσία του βυζαντινού κράτους. Η εγκατάστασή τους κατά τα έθιμα του Βυζαντίου γίνεται στην ύπαιθρο σε στρατηγικά σημεία όπου υπηρετούν ταυτόχρονα ως στρατιώτες. Οι λαοί που εμφανίσθηκαν κατά σειρά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα Βαλκάνια είναι Γότθοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Πετζενέγκοι, Ούζοι και Κουμάνοι. Σε όλους επιβλήθηκε ο χριστιανισμός και μέσω του ελληνικού πολιτισμού όχι μόνο εντάχθηκαν αλλά και αποτέλεσαν τα κυριότερα στηρίγματα του βυζαντινού κράτους.
Το Βυζάντιο και το Πατριαρχείο επέτρεπε τις επιγαμίες μεταξύ χριστιανών διαφορετικών φύλων με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας νέος τύπος βυζαντινού υπηκόου ο οποίος είχε τα χαρακτηριστικά του ορθόδοξου χριστιανού, με ελληνική μόρφωση αλλά ως ανθρωπολογικός τύπος αποτελούσε ένα κράμα διαφορετικών φυλών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια αυτός ο τύπος δεν αμφισβητήθηκε μέχρι την εμφάνιση των εθνικών ιδεολογιών και την δημιουργία των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια.
Στα Βαλκάνια ο κυριότερος εχθρός του Βυζαντίου ήταν οι Βούλγαροι. Λαός ανυπότακτος, με ηγεμόνες που επιζητούσαν πάντοτε την εξουσία και την χειραφέτησή τους από το Βυζάντιο. Οι συχνοί πόλεμοι μεταξύ τους οδηγούσε σε ερημώσεις της υπαίθρου και σε αναγκαστική μετακίνηση των ντόπιων πληθυσμών που δεν συμμαχούσαν μαζί τους μέσα στις οχυρωμένες βυζαντινές πόλεις. Η δημιουργία του πρώτου και του δεύτερου βουλγαρικού κράτους άλλαζε συνεχώς τα σύνορα του Βυζαντίου, αλλά τα δυτικά παράλια του Ευξείνου Πόντου αποτελούσαν πάντοτε βυζαντινό έδαφος.
Μετά το τέλος των σταυροφοριών και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας ιδρύθηκαν τρία Πριγκιπάτα: Το πριγκιπάτο του Τυρνόβου και του Βιδινίου, τα οποία αποτελούνταν από πληθυσμούς κυρίως βουλγαρικούς και το πριγκιπάτο της Καβάρνας, το οποίο αποτελούνταν από Έλληνες βυζαντινούς, Βλάχους, Κουμάνους και Σελτζούκους Τούρκους.
Μετά το τέλος των σταυροφοριών και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς στα όρια της σημερινής Βουλγαρίας ιδρύθηκαν τρία Πριγκιπάτα: Το πριγκιπάτο του Τυρνόβου και του Βιδινίου, τα οποία αποτελούνταν από πληθυσμούς κυρίως βουλγαρικούς και το πριγκιπάτο της Καβάρνας, το οποίο αποτελούνταν από Έλληνες βυζαντινούς, Βλάχους, Κουμάνους και Σελτζούκους Τούρκους.
Πρώτος ηγεμόνας του πριγκιπάτου ήταν ο Μπαλίκ, ο οποίος ανέλαβε το 1268 περίπου. Αν και γίνονται αναφορές και σε κάποιον Σαρί-Σαλτίκ, όπως και τον σουλτάνο Καϊκαούζ Β΄, είναι αστήρικτες αν και χρονολογικά συμπίπτει η παρουσία τους στα ίδια εδάφη. Ο σουλτάνος μετά την απελευθέρωση του από το φρούριο της Αίνου όπου ήταν φυλακισμένος από τον Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο μεταφέρθηκε στα μέρη της Κριμαίας, από τον Μογγόλο Χάνο Berge, όπου και πέθανε το 1263. ?λλες ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο λαός και ο στρατός του Καϊκαούζ μεταφέρθηκε στην επαρχία της Δοβρουτσάς όπου και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των Ούζων και των Κουμάνων. Οι ίδιες πηγές αποκρύπτουν ότι εγκατέλειψαν την περιοχή περίπου το 1310 και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία. Όπως και το γεγονός ότι ανήκαν στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασήδων. Αρχηγός τους ήταν ο Σαρί-Σαλτίκ οπαδός του Μπεκτασισμού, μία θρησκεία με στοιχεία χριστιανικά και ισλαμικά. Ήταν γνωστός ως Σαλτούκ-ντεντέ και όταν πέθανε το χωριό όπου τάφηκε ονομάσθηκε Μπαμπά-νταγκ.
Έτσι οι τουρκόφωνοι της Δοβρουτσάς διαχωρίζονται σε δύο ζώνες: Οι μουσουλμάνοι της βόρειας ζώνης, όπου κατοικούσαν ανάμεικτοι πληθυσμοί Κουμάνων, Ούζων και Σελτζούκων και στην νότια ζώνη όπου κατοικούσαν τουρκόφωνοι χριστιανοί βυζαντινής καταγωγής.
Μετά τον Μπαλίκ αναλαμβάνει ως άρχοντας του πριγκιπάτου ο Ντομπροτίτσα, ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα δύο βουλγαρικά πριγκιπάτα και θέτει το πριγκιπάτο του φόρου υποτελής στο Βυζάντιο. Ζητά από το Πατριαρχείο να αναλάβει την επιστασία των χριστιανών του κράτους του. Το πριγκιπάτο αποτελούσε θρησκευτικά, Εξαρχία απευθείας υπαγόμενη στο Πατριαρχείο από το 1320 έως το 1650, όταν η μητρόπολη Βάρνας και η εξαρχία Καβάρνας ενώθηκε σε μία μητρόπολη, της Βάρνας.
Μετά τον Μπαλίκ αναλαμβάνει ως άρχοντας του πριγκιπάτου ο Ντομπροτίτσα, ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα δύο βουλγαρικά πριγκιπάτα και θέτει το πριγκιπάτο του φόρου υποτελής στο Βυζάντιο. Ζητά από το Πατριαρχείο να αναλάβει την επιστασία των χριστιανών του κράτους του. Το πριγκιπάτο αποτελούσε θρησκευτικά, Εξαρχία απευθείας υπαγόμενη στο Πατριαρχείο από το 1320 έως το 1650, όταν η μητρόπολη Βάρνας και η εξαρχία Καβάρνας ενώθηκε σε μία μητρόπολη, της Βάρνας.
Στα χρόνια του Ντομπροτίτσα το πριγκιπάτο γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή του, κυριαρχούσε με το στόλο του στη Μαύρη Θάλασσα και ήταν σκληρός ανταγωνιστής των Γενουατών στο εμπόριο. Με τον στρατό του βοήθησε το βυζαντινό κράτος της Τραπεζούντας στην αντιμετώπιση των Γενουατών και των Οθωμανών. Παράλληλα είχε παντρευτεί την κόρη του Μέγα Δούκα Απόκαυκου και πήρε τον τίτλο του Δεσπότη. Μετά τον θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Ιβαγκός ο οποίος διατηρήθηκε ως Δεσπότης της Καβάρνας μέχρι την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς το 1394. Αιτία αποτέλεσε η άρνηση του Ιβαγκός να συμμετέχει στην εκστρατεία εναντίον των χριστιανών της Ουγγαρίας και της Μολδαβίας και Βλαχίας όπως του ζήτησε ο σουλτάνος Βαγιατζίτ Α΄ ο Κεραυνός, με αντάλλαγμα να διατηρήσει το κράτος του.
Με την κατάλυση του κράτους ο πληθυσμός του πριγκιπάτου διασκορπίστηκε. Αναφέρεται ότι ένα μεγάλο τμήμα έφυγε και εγκαταστάθηκε στα χωριά της Ζίχνης Σερρών όπου υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Ένα τμήμα του πληθυσμού οδηγήθηκε από τους Οθωμανούς ως εργάτες γης στο Χάσκιοϊ της Αδριανούπολης, όπου δούλευαν στα χωράφια του σουλτάνου. Η πλειονότητα παρέμεινε και υπέφερε μαζί με τους υπόλοιπους χριστιανούς της περιοχής. Επειδή ζούσαν ανάμεσα σε συμπαγείς πληθυσμούς Οθωμανών Τούρκων για να επιβιώσουν και για να μπορούν να συναλλάσσονται άλλαξαν την γλώσσα τους και τουρκοφώνισαν. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η γλώσσα των Γκαγκαούζηδων είναι παρόμοια με των Οθωμανών της Βαλκανικής και όχι με αυτήν των Οσμανλήδων της Μικράς Ασίας.
Το Οθωμανικό κράτος όπως και όλα τα μουσουλμανικά κράτη στηρίζονταν στην αρχή πιστοί και άπιστοι. Μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς και την ανακήρυξη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης ως θρησκευτικού και πολιτικού ηγέτη όλων των χριστιανών οι Γκαγκαούζοι εντάσσονται στο χριστιανικό Μιλλέτ.
Τον 16ο αιώνα κατά την περιοδεία του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί στα Βαλκάνια συναντά τους Γκιαούρηδες(άπιστους) Τούρκους και απορεί πως είναι δυνατόν να υπάρχουν τουρκόφωνοι χριστιανοί. Μετά από μια μικρή έρευνα παραδέχεται ότι δεν πρόκειται για τουρκικό φύλο. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Οθωμανούς και τουρκικά φύλα συνάντησε βορειότερα στα παραδουνάβια έλη.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1790 δεν έχουμε αναφορές για Γκαγκαούζους ή ακόμη και για γεγονότα στην περιοχή. Η επανάσταση των Κιρτζαλήδων, φανατικών μουσουλμάνων και του Πατζατζάνογλου, Πασά του Βιδινίου, φέρνει στο προσκήνιο τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Δοβρουτσάς.
Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1790 δεν έχουμε αναφορές για Γκαγκαούζους ή ακόμη και για γεγονότα στην περιοχή. Η επανάσταση των Κιρτζαλήδων, φανατικών μουσουλμάνων και του Πατζατζάνογλου, Πασά του Βιδινίου, φέρνει στο προσκήνιο τους τουρκόφωνους χριστιανούς της Δοβρουτσάς.
Αντιστέκονται στις επιδρομές των Κιρτζαλήδων των Κιρκάσιων και Βασιβουζούκων.
Μέσα από το Έπος ΑΙ ΕΝ ΤΗ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙ ΚΑΒΑΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΠΕΡΙΞ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙΣ ΧΩΡΙΟΙΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΙΡΚΑΣΙΩΝ ΣΦΑΓΑΙ, γράφτηκε από τον Κράχτογλου (πιθανόν Γκαγκαούζος στην καταγωγή) μαθαίνουμε για την ηρωική αντίσταση τους στην Καβάρνα με αρχηγό τον Αμηρά. Από την πολιορκία της Καβάρνας κατάφεραν να σωθούν οι περισσότεροι και να διαφύγουν στην Μολδαβία και στη Βλαχία. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες ο Αμηράς επέστρεψε στα γκαγκαούζικα εδάφη μαζί με το ρωσικό στρατό κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1810.
Μέσα από το Έπος ΑΙ ΕΝ ΤΗ ΚΩΜΟΠΟΛΕΙ ΚΑΒΑΡΝΗ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΠΕΡΙΞ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙΣ ΧΩΡΙΟΙΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΙΡΚΑΣΙΩΝ ΣΦΑΓΑΙ, γράφτηκε από τον Κράχτογλου (πιθανόν Γκαγκαούζος στην καταγωγή) μαθαίνουμε για την ηρωική αντίσταση τους στην Καβάρνα με αρχηγό τον Αμηρά. Από την πολιορκία της Καβάρνας κατάφεραν να σωθούν οι περισσότεροι και να διαφύγουν στην Μολδαβία και στη Βλαχία. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες ο Αμηράς επέστρεψε στα γκαγκαούζικα εδάφη μαζί με το ρωσικό στρατό κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1810.
Σε όλους τους ρωσοτουρκικούς πολέμους οι Γκαγκαούζοι βοηθούσαν με όλα τα μέσα που διέθεταν τον ρωσικό στρατό. Είχε αποκρυσταλλωθεί στην συνείδησή τους όπως και σε όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων ότι το «Ξανθό γένος», δηλαδή οι Ρώσοι θα τους απελευθερώσουν από τον οθωμανικό ζυγό. Το 1829 για να γλιτώσουν από τα αντίποινα των Οθωμανών μετανάστευσαν μαζικά μαζί με τον μητροπολίτη Βάρνας στη Βεσσαραβία. Υπολογίζεται ότι μετανάστευσαν 100.000 περίπου Γκαγκαούζοι, ελληνόφωνοι και βουλγαρόφωνοι χριστιανοί. Η εγκατάστασή τους έγινε στην επαρχία του Κομράτ και του Ισμαηλίου. Ο γκαγκαούζικος πληθυσμός της Βεσσαραβίας από το 1810-20 αναπτύσσεται και λειτουργεί άλλοτε σε εχθρικό περιβάλλον και άλλοτε σε φιλικό. Κυρίως ως αγρότες συμμετέχουν σε όλα τα γεγονότα που διαδραματίζονται στην Μολδαβία και τη Βλαχία. Συμμετέχουν με δικό τους στρατιωτικό σώμα στην επανάσταση του Υψηλάντη με αρχηγό τον Δημήτρη Βατικιώτη. Γκαγκαούζοι συμμετείχαν στον Ιερό λόχο στη μάχη του Δραγατσανίου, δίχως να έχουμε καταφέρει να καταγράψουμε τα ονόματά τους. Συμμετείχαν στην βουλγαρική λεγεώνα κατά την διάρκεια των ρωσοτουρκικών πολέμων με επαναστατικές ενέργειες στην βόρεια Βουλγαρία και στην σημερινή Ρουμανία. Οι Βούλγαροι τονίζουν σε όλα τα ιστορικά βιβλία τους την ανδρεία και το θάρρος που επιδείκνυαν οι Γκαγκαβούζηδες στο πεδίο της μάχης
Το 1864 συμμετέχουν ενεργά στην εξέγερση των αγροτών εναντίον των γαιοκτημόνων της Ρουμανίας. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, 10.000 νεκρούς υπολογίζεται ότι είχε και ανάμεσά τους πολλοί Γκαγκαούζοι. Το 1907 και 1910 συμμετείχαν σε νέες εξεγέρσεις αγροτών.
Η ρωσική επανάσταση του 1917 τους βρίσκει εγκλωβισμένους στη Βεσσαραβία, διότι η περιοχή διεκδικείται συνεχώς από τους Ρουμάνους και τους Ρώσους. Σε όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης διατηρούν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τους επιτρέπεται να έχουν εκκλησίες, έστω και λίγες, και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Ίσως σε αυτό το γεγονός να οφείλεται και η συμπάθεια που δείχνουν απέναντι στους Ρώσους και να ταχθούν με το μέρος τους στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρούν στην προσπάθεια των Μολδαβών εθνικιστών να ενωθούν με τη Ρουμανία. Το 1990 καταφέρνουν να αποκτήσουν αυτόνομο καθεστώς διοίκησης μέσα στα πλαίσια της Μολδαβίας.
Σήμερα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια για να επανασυνδεθούν με τους Γκαγκαβούζηδες της Ελλάδας. Η μακροχρόνια προσπάθεια των Ρώσων ιστορικών να τους πείσουν ότι ανήκουν σε ένα από τα τουρανικά-τουρκικά φύλα της Ασίας αν και πέτυχε σε ένα μεγάλο βαθμό σήμερα από ιστορικούς Γκαγκαούζους της Μολδαβίας αμφισβητείται. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς την Ελλάδα και περιμένουν από εμάς μια μεγαλύτερη βοήθεια οικονομική, πολιτιστική για να βρουν τα βήματά τους προς τη σωστή κατεύθυνση όπως οι ίδιοι λένε.
Η ρωσική επανάσταση του 1917 τους βρίσκει εγκλωβισμένους στη Βεσσαραβία, διότι η περιοχή διεκδικείται συνεχώς από τους Ρουμάνους και τους Ρώσους. Σε όλη τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης διατηρούν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τους επιτρέπεται να έχουν εκκλησίες, έστω και λίγες, και να διατηρήσουν τη γλώσσα τους. Ίσως σε αυτό το γεγονός να οφείλεται και η συμπάθεια που δείχνουν απέναντι στους Ρώσους και να ταχθούν με το μέρος τους στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Αντιδρούν στην προσπάθεια των Μολδαβών εθνικιστών να ενωθούν με τη Ρουμανία. Το 1990 καταφέρνουν να αποκτήσουν αυτόνομο καθεστώς διοίκησης μέσα στα πλαίσια της Μολδαβίας.
Σήμερα γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια για να επανασυνδεθούν με τους Γκαγκαβούζηδες της Ελλάδας. Η μακροχρόνια προσπάθεια των Ρώσων ιστορικών να τους πείσουν ότι ανήκουν σε ένα από τα τουρανικά-τουρκικά φύλα της Ασίας αν και πέτυχε σε ένα μεγάλο βαθμό σήμερα από ιστορικούς Γκαγκαούζους της Μολδαβίας αμφισβητείται. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο προς την Ελλάδα και περιμένουν από εμάς μια μεγαλύτερη βοήθεια οικονομική, πολιτιστική για να βρουν τα βήματά τους προς τη σωστή κατεύθυνση όπως οι ίδιοι λένε.
Στις δεκαετίες του 1840-50 αρχίζει η αναγέννηση του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Με προτροπή του μητροπολίτη Βάρνας Ιωσήφ και αργότερα του Ιωακείμ ιδρύονται τα πρώτα σχολεία των κοινοτήτων. Είναι τα περίφημα γραμματοδιδασκαλεία, όπου οι μικροί μαθητές διδάσκονται ανάγνωση, γραφή, τον Απόστολο και την Οχτάηχο. Σε 25 γκαγκαούζικα χωριά ιδρύονται σχολεία που επιχορηγούνται από τους γονείς των παιδιών και Φιλεκπαιδευτικές αδελφότητες. Το Πατριαρχείο εντόπισε το πρόβλημα με τους τουρκόφωνους χριστιανούς που δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την εκπαίδευση στα ελληνικά και στέλνει Καραμανλήδες (τουρκόφωνοι χριστιανοί της Μ. Ασίας) δασκάλους και εκτυπώνει το Ευαγγέλιο και την Αγία Γραφή στα καραμανλίδικα. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να προσεγγίσει τους τουρκόφωνους χριστιανούς και να τους μεταδώσει τα μηνύματα του χριστιανισμού και του ελληνικού πολιτισμού.
Παράλληλα έχει αρχίσει και η αναγέννηση του βουλγαρικού έθνους. Οι έντονοι ανταγωνισμοί και η διάθεση των Βουλγάρων να χειραφετηθούν απέναντι στο Πατριαρχείο και στους Έλληνες οδηγεί σε καθημερινές συγκρούσεις. Ο ανταγωνισμός προκαλεί συγκρούσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει μια χαώδης κατάσταση. Τα γκαγκαούζικα χωριά αποτελούν το πρώτο στόχο των Βουλγάρων. Ορισμένα λόγω της μακρόχρονης συγκατοίκησης τους με βουλγαρικούς πληθυσμούς, δηλώνονται Βούλγαροι και εντάσσονται στη βουλγαρική εκκλησία. Η πλειοψηφία των χωριών τάσσονται με τους Έλληνες. Ακολουθεί ένας σκληρός και ανελέητος διωγμός των Γκαγκαούζων από τα χωριά τους. Μετακινούνται συνέχεια για να γλιτώσουν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς που τους επιβάλλουν οι Βούλγαροι. Το 1870-78 με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο ακολουθούν το ρωσικό στρατό, στην μόνη δύναμη μετά τους Έλληνες που είχαν εμπιστοσύνη και με την κατάληψη της Αδριανούπολης εγκαθίστανται στην επαρχία Χάφσας, του Μπαμπά-εσκί και των Σαράντα Εκκλησιών. Υπολογίζεται ότι περίπου 6.000 Γκαγκαούζοι μετακινούνται αυτή την περίοδο. Περίπου 1.000 εγκαθίστανται στην Υάμπολη της Βουλγαρίας.
Έτσι δημιουργείται ένα τρίγωνο ανάμεσα στη Βάρνα, Υάμπολη και Χάφσα μέσα στο οποίο βρίσκονται ζουν και επιβιώνουν οι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί. Όσοι παρέμειναν στα πάτρια εδάφη υποφέρουν μαζί με τους ελληνικής καταγωγής χριστιανούς, αντιστέκονται στον εκβουλγαρισμό που προωθούν Ρώσοι και Βούλγαροι. Στην Βάρνα, στην Καβάρνα, στο Μπάλτζικ, στο Γκιαούρ-σουγιουτσούκ, στο Κέστριτς και σε άλλα χωριά αναφέρονται γεγονότα και ανθελληνικές ενέργειες των Βουλγάρων να τους πάρουν τα σχολεία και τις εκκλησίες. Η παρουσία και η παραμονή τους όμως είναι προδιαγεγραμμένη. Ο στόχος των Βουλγάρων είναι αν δεν εκβουλγαριστούν να εγκαταλείψουν τη πατρίδα τους στην οποία ζούσαν για εκατοντάδες χρόνια.
Έτσι δημιουργείται ένα τρίγωνο ανάμεσα στη Βάρνα, Υάμπολη και Χάφσα μέσα στο οποίο βρίσκονται ζουν και επιβιώνουν οι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί. Όσοι παρέμειναν στα πάτρια εδάφη υποφέρουν μαζί με τους ελληνικής καταγωγής χριστιανούς, αντιστέκονται στον εκβουλγαρισμό που προωθούν Ρώσοι και Βούλγαροι. Στην Βάρνα, στην Καβάρνα, στο Μπάλτζικ, στο Γκιαούρ-σουγιουτσούκ, στο Κέστριτς και σε άλλα χωριά αναφέρονται γεγονότα και ανθελληνικές ενέργειες των Βουλγάρων να τους πάρουν τα σχολεία και τις εκκλησίες. Η παρουσία και η παραμονή τους όμως είναι προδιαγεγραμμένη. Ο στόχος των Βουλγάρων είναι αν δεν εκβουλγαριστούν να εγκαταλείψουν τη πατρίδα τους στην οποία ζούσαν για εκατοντάδες χρόνια.
Με το μεγάλο ανθελληνικό διωγμό του 1906 και του 1914, εγκαταλείπουν τις εστίες τους. Οι περισσότεροι μετακινούνται προς την Ανατολική Θράκη, ακολουθώντας τους υπόλοιπους Ανατολικορουμελιώτες και Βαρνιώτες και ορισμένοι διασκορπίζονται σε όλη την Ελλάδα. Υπάρχουν αναφορές ότι γκαγκαούζικοι πληθυσμοί υπάρχουν στην Θεσσαλία, στη Θεσσαλονίκη , στη Βέροια και στο Κιλκίς. Μέχρι και στην Ηγουμενίτσα εντοπίσαμε γκαγκαούζικο χωριό.
?λλοι μετακινούνται στην ενδοχώρα της Ανατολικής Θράκης και εγκαθίστανται σε χωριά του Ουζούν-Κιοπρού, των Μαλγάρων και της Αίνου. Ως τουρκόφωνοι χριστιανοί αντιμετωπίζονται αρχικά με επιφύλαξη από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Ιδρύουν δικά τους χωριά ή συνοικίες μέσα στις πόλεις, όπου ζουν σχεδόν απομονωμένοι.
?λλοι μετακινούνται στην ενδοχώρα της Ανατολικής Θράκης και εγκαθίστανται σε χωριά του Ουζούν-Κιοπρού, των Μαλγάρων και της Αίνου. Ως τουρκόφωνοι χριστιανοί αντιμετωπίζονται αρχικά με επιφύλαξη από τους υπόλοιπους χριστιανούς. Ιδρύουν δικά τους χωριά ή συνοικίες μέσα στις πόλεις, όπου ζουν σχεδόν απομονωμένοι.
Γρήγορα όμως θα αποτελέσουν το βασικό κορμό της αντίστασης των Θρακιωτών στις τουρκικές και βουλγαρικές πιέσεις και βλέψεις. Στη Ανατολική Θράκη οργανώνεται από τον Στυλιανό Γονατά και τον Κονδύλη ένα μεγάλο δίκτυο πληροφοριοδοτών για να εντοπίζουν και να προβλέπουν τις μετακινήσεις και τις επιδιώξεις των βουλγαρικών και τουρκικών στρατευμάτων και διοικήσεων. Στο δίκτυο αυτό περίοπτη θέση και δράση έχουν οι Γκαγκαούζοι της Χάφσας. Στα απομνημονεύματα του ο Γονατάς μιλάει με θαυμασμό για τον ηρωισμό τους και για τους αντιστασιακούς πυρήνες που οργανώνουν μέσα στα χωριά τους.
Ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος φέρνει τους Βούλγαρους στην Ανατολική Θράκη. Στην αρχή αντιμετωπίζονται ως απελευθερωτές από τους χριστιανούς κατοίκους. Γρήγορα καταλαβαίνουν τα σχέδια τους για τον εκβουλγαρισμό των Θρακιωτών χριστιανών. Όσοι αντιστέκονται μετακινούνται. Γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί μετακινούνται σε χωριά πέρα από το σημερινό χωριό Φυλάκιο και σε χωριά της Υάμπολης με στόχο να αναγκασθούν να δηλώσουν Εξαρχικοί και να ενταχθούν στο βουλγαρικό κράτος. Οι πιέσεις δεν αποδίδουν. Όταν εγκαταλείπουν την Θράκη οι Βούλγαροι, πολλοί Γκαγκαβούζοι φεύγουν μαζί τους για να γλυτώσουν από τα αντίποινα των Τούρκων. Η μέρα της απελευθέρωσης της Ανατολικής Θράκης δεν άργησε να φανεί. Τον Ιούλιο του 1920 απελευθερώνεται. Οι γκαγκαβούζικοι πληθυσμοί όπως και οι υπόλοιποι Θρακιώτες υποδέχονται με ενθουσιασμό τον ελληνικό στρατό. Το πρώτο σύνταγμα στρατού από ντόπιους Θρακιώτες αποτελείται από Γκαγκαβούζους της Χάφσας όπως μαρτυρούν τα αρχεία του ελληνικού στρατού. Συμμετέχει στην απελευθέρωση των Σαράντα Εκκλησιών και φτάνει μέχρι τη Τσαλτάτζα, από όπου τους επιτρέπεται να γυρίσουν στα χωριά τους.
Δυστυχώς για όλους η εγκατάλειψη των εστιών τους και των χωριών τους δεν άργησε να φανεί. Ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Η μεγαλύτερη μάζα εγκαταστάθηκε στο βόρειο Έβρο. Ίσως γιατί με το πέρασμα του ποταμού βρήκαν αμέσως εδάφη που έμοιαζαν με αυτά των χωριών τους, ή διότι πίστευαν ότι η προσφυγιά ήταν προσωρινή και θα επέστρεφαν πάλι στα χωριά τους. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η εγκατάσταση τους αυτή τη φορά ήταν μόνιμη.
Δυστυχώς για όλους η εγκατάλειψη των εστιών τους και των χωριών τους δεν άργησε να φανεί. Ακολουθώντας τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού της Ανατολής πήραν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Η μεγαλύτερη μάζα εγκαταστάθηκε στο βόρειο Έβρο. Ίσως γιατί με το πέρασμα του ποταμού βρήκαν αμέσως εδάφη που έμοιαζαν με αυτά των χωριών τους, ή διότι πίστευαν ότι η προσφυγιά ήταν προσωρινή και θα επέστρεφαν πάλι στα χωριά τους. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Η εγκατάσταση τους αυτή τη φορά ήταν μόνιμη.
Μέχρι και σήμερα υπάρχουν και προσπαθούν να διατηρήσουν τις παραδόσεις τους. Μεταφέρθηκαν τραγούδια, παραμύθια και λαϊκές λατρείες, που αποτελούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο πολιτισμό, αυτόν του ελληνισμού της βόρειας Βουλγαρίας. Ένας πολιτισμός γνήσιος θρακιώτικος, που μέσα από το πέρασμα των αιώνων αποτελούσε το φάρο του πολιτισμού για όλους τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Αν υπάρχει σήμερα μια συγγένεια μεταξύ των χορών , των τραγουδιών και των παραδόσεων μεταξύ του βουλγαρικού και του ελληνικού πληθυσμού αυτό οφείλεται στην μακρόχρονη συγκατοίκηση τους.
Σήμερα κατοικούν στην πλειοψηφία τους στον βόρειο Έβρο, στα χωριά της Ορεστιάδας και Διδυμοτείχου. Τα χωριά και οι τόποι εγκατάστασης τους είναι: Επαρχία Ορεστιάδας: Αμμόβουνο 59 οικογένειες, Αρζος 33 οικ., , Βάλτος 23 οικ.,., Δίλοφος 24 οικ., Θούριο 194 οικ., Καβύλη 2 οικ., Καναδάς 63 οικ., Κέραμος 16 οικ., Κλεισώ 94 οικ., Κριός 1 οικ., Κυπρίνος 6 οικ.,., Λεπτή 15 οικ., Οινόη 237 οικ., Ορμένιο 6 οικ., Πάλη 7 οικ., Πλάτη 7 οικ.,., Πύργος 85 οικ., Σαγήνη 244 οικ., Σάκκος 1 οικ., , Σπήλαιο 30 οικ., Φυλάκιο 34 οικ.Στην επαρχία Διδυμοτείχου: Ασβεστάδες 3 οικ., Ευγενικό 22 οικ., Κωστή 12 οικ., Πουλιά 2 οικ., Σαύρα 12 οικ.Εγκαταστάσεις προσφύγων Γκαγκαβούζων έχουμε στα χωριά της Κομοτηνής: Άμφια, Ν. Καλίστη, όπως και στα Χρυσοχώραφα Σερρών.
Για τους υπόλοιπους γκαγκαβούζικους πληθυσμούς θα πρέπει να διερευνηθεί καλύτερα και να αποδοθεί ο χαρακτήρας τους μετά από συστηματική έρευνα. Τους πληθυσμούς που αναφέρουμε είναι πρόσφυγες από την επαρχία Χάφσας της Αδριανούπολης, που έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό τους από την παλιά πατρίδα.
Μέσα από ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα δεν μπορούν να ειπωθούν και να γραφούν όλες οι πτυχές των Γκαγκαούζων. Ως συμπέρασμα μπορεί με βεβαιότητα να ειπωθεί ότι οι Γκαγκαούζοι είναι θρακιώτικο φύλο της βόρειας Βουλγαρίας, το οποίο παρουσιάζει μία μόνο ιδιαιτερότητα απέναντι στους υπόλοιπους Θρακιώτες και Έλληνες. Είναι τουρκόφωνοι αλλά φανατικοί χριστιανοί και Έλληνες. Είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, την προσδιορίζουν στο Βυζάντιο και τα βυζαντινά χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να τους το αντιστρέψει.
Πηγή: http://www.thourio.gr
Ιστορία του Διδυμοτείχου
1η περίοδος: Προϊστορικοί και αρχαίοι χρόνοι:
την ανασκαφική έρευνα των τελευταίων χρόνων, παρότι είναι ελάχιστη δυνατή, έχει εμπλουτίσει σημαντικά την εικόνα την εικόνα που διαθέτουμε για το προϊστορικό Διδυμότειχο χωρίς όμως να την αποκαθιστά ικανοποιητικά. Για την Αγία Πέτρα είναι τεκμηριωμένη η ύπαρξη νεολιθικής εγκατάστασης.
Στο λόφο του Καλέ βρέθηκαν τυχαία αλλά και κατά τη διάρκεια ανασκαφικών εργασιών βρέθηκαν όστρακα, κοχύλια αλλά και λίθινα εργαλεία όπως φολίδες, πελέκεις κ.α. Η Θράκη ήταν οργανωμένη σε φυλές και κάθε φυλή είχε δικό της βασιλιά. Ή έλλειψη γραπτής γλώσσας στους αρχαίους Θράκες και ο περιορισμός των πληροφοριών στις αρχαιοελληνικές πηγές δυσχεραίνει την πρόσβαση μας στο χώρο.
2η περίοδος: Ρωμαϊκή εποχή:
Η Ρωμαϊκή Πλωτινόπολη ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Τραϊανό στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα προς τιμήν της συζύγου του Αρίστης Πλωτίνης επί προϋπάρχοντος οικισμού της Ελληνιστικής περιόδου. Ο αυτοκράτορας αλλά και οι διάδοχοί του στόλισαν την πόλη με λαμπρά οικοδομήματα και έργα τέχνης, από τα οποία ελάχιστα μόνον έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα.
3η περίοδος: Βυζαντινά χρόνια:
Ο λόφος του Καλέ με το ύψος των 107 μέτρων του από την επιφάνεια της θάλασσας ελέγχει ολόκληρη την περιοχή και προσφέρει ασφάλεια σε αντίθεση με τον ευπρόσβλητο λόγο της Αγίας Πέτρας. Έτσι όταν τον 6ο μ.Χ. αιώνα ο Ιουστινιανός οχυρώνει μια σειρά από θέσεις ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Καλές. Η Ιουστινιάνεια οχύρωση σώζεται πάνω στον Καλέ, αλλά το 1981 ευτυχήσαμε να ανακαλύψουμε ένα τμήμα την οχύρωσης από την Πλωτινόπολη στην αρχή της οδού Σοφοκλέους.Κατά τη διάρκεια της Γ Σταυροφορίας το Διδυμότειχο ήταν ανάμεσα στα λίγα Κάστρα που ήρθαν σε άμεση σύγκρουση με την ισχύ των Σταυροφόρων. Στο Διδυμότειχο, κατέφυγαν και οι κάτοικοι της Αδριανούπολης και πολέμησαν όλοι μαζί τους Σταυροφόρους. Στις 24 Νοεμβρίου 1189 η πόλη πολιορκείται από τα στρατεύματα του γερμανού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Α Μπαρμπαρόσα. Παρά την απεγνωσμένη άμυνα όλων αυτών που ήταν μέσα στο κάστρο, στο τέλος της ημέρας οι σταυροφόροι εισέρχονται στο κάστρο και καταλαμβάνουν και τον πύργο της Ακρόπολης. Η συμπεριφορά των νικητών ήταν σκληρότατη. Σφαγιάστηκαν όλοι οι άντρες της πόλης, ενώ τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν ως σκλάβοι.
To Βυζαντινό Διδυμότειχο, ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της εποχής και πολλές φορές, αποτέλεσε διοικητική και στρατιωτική βάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρεις φορές το Διδυμότειχο έγινε Πρωτεύουσα του Βυζαντίου ενώ ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός διάλεξε το Διδυμότειχο για να στεφθεί αυτοκράτορας και να διαδεχθεί τον Ανδρόνικο τον Γ.
Η παράδοση λέει ότι ο Ιωάννης Καντακουζηνός αγορεύτηκε αυτοκράτορας μεταξύ ευγενών, συγγενών, συγκλητικών και στρατιάς στις 26 Οκτωβρίου 1341 και φόρεσε ο ίδιος, μόνος του το στέμμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη (Εκκλησία του Σουρπ Κεβόρκ).
4η περίοδος: Περίοδος της Τουρκοκρατίας:
Οι Οθωμανοί Τούρκοι επωφελήθηκαν από την εξάντληση και την απόγνωση που είχαν οδηγηθεί οι χριστιανικοί πληθυσμοί από τις συνεχείς επιθέσεις στο Κάστρο και τις εμφύλιες διαμάχες των Βυζαντινών και κατέλαβαν την πόλη. Η πόλη καταλήφθηκε οριστικά το 1361. Λίγα χρόνια μετά την κατάληψη, το 1365, το Διδυμότειχο αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών στην Ευρώπη. Στο Διδυμότειχο γεννήθηκε και ο γιος του Μωάμεθ του Β ο Βαγιαζήτ ο Β. Στον καταστροφικό σεισμό της Καλλίπολης το 1509, το Διδυμότειχο, έπαθε μεγάλες ζημιές. Τότε έπεσε το μεγαλύτερο τμήμα των τειχών αλλά η Υψηλή Πύλη δεν μερίμνησε για την αποκατάσταση αφού η αυτοκρατορία είχε ήδη επεκταθεί προς τη Δύση και το Διδυμότειχο είχε χάσει τη στρατηγική του σημασία.
Η περίπτωση όμως του Διδυμοτείχου αποτελεί ένα παράδειγμα πολύ χαρακτηριστικό – που καταρρίπτει το μύθο του ολοκληρωτικού εξισλαμισμού των αστικών κέντρων κατά την πρώιμη αυτοκρατορία: ποτέ ο Ελληνικός πληθυσμός της πόλης δεν συρρικνώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθίσταται οικονομικά και κοινωνικά ανενεργός, ή να εξουδετερώνεται ως πολιτισμική οντότητα. Οι Χριστιανοί, εξακολουθούσαν να διαμένουν στα σπίτια τους, μέσα στο κάστρο, ενώ οι Οθωμανοί εγκαταστάθηκαν γύρω από το θρησκευτικό τους κέντρο το Μεγάλο Τέμενος.
Το Διδυμότειχο έγινε κατά καιρούς στόχος και κατακτήθηκε από Ρώσους και Βουλγάρους ενώ η στάση των Βουλγάρων έναντι των ντόπιων ήταν τόσο σκληρή, που το 1908 οι Έλληνες της περιοχής δέχονται με αγαλλίαση την Επανάσταση των Νεότουρκων με τον Κεμάλ Αττατούρκ και τις υποσχέσεις ισοπολιτείας που αυτοί παρέχουν αφειδώς.
5η περίοδος: Το Διδυμότειχο κατά τον 20ο αιώνα:
Με τη Συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920 ο Έβρος περιήλθε οριστικά πλέον στην Ελλάδα.
Στις 7 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί, μέσω της Βουλγαρίας ήρθαν στο Έβρο, τον κατέλαβαν και έκαναν το Διδυμότειχο, έδρα της Γερμανικής Διοίκησης του Νομού Έβρου. Η πόλη απελευθερώνεται οριστικά από τους Γερμανούς στις 29 Αυγούστου 1944 από το 81ο Σύνταγμα του ΕΛ.Α.Σ.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αποτελούν για τον Ελληνισμό της περιοχής την αρχή μιας σειράς μεγάλων ταλαιπωριών με αίσιο όμως τέλος. Με το ξεκίνημα του Α Βαλκανικού Πολέμου το 1912 οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν όλη τη Δυτική όχθη του Έβρου και προχώρησαν σε απίστευτες σκληρότητες εναντίων των Τούρκων. Με την κήρυξη του Β Βαλκανικού Πολέμου το 1913 οι Τούρκοι προελαύνουν ανενόχλητοι, ανακαταλαμβάνοντας το Διδυμότειχο.Ένα χρόνο μετά την κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία εκχωρεί στη Βουλγαρία ολόκληρη τη Δυτική Θράκη ως ανταμοιβή για την έξοδο της τελευταίας στον πόλεμο. Με τη συνθήκη του Νεϊγύ, το 1919, η Δυτική Θράκη εκχωρείται από τη Βουλγαρία στις «Προέχουσες και Συνησπισμένες Δυνάμεις» με την επωνυμία «Διασυμμαχική Θράκη». Η κατάληψη της περιοχής επιτελείται τον Οκτώβριο του 1919 από Γαλλικά στρατεύματα ενισχυμένα με Ιταλικές και Βρετανικές δυνάμεις. Κατά τη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο τον Απρίλιο του 1920, το Διδυμότειχο παραδόθηκε στην Ελληνική Διοίκηση, ενώ στις 22 Μαΐου 1920 οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό το Στρατηγείο και τα τμήματα της Μεραρχίας της Ξάνθης.
Πηγή http://www.didymoteicho.gr
Η παλιά Ορεστιάδα
Η παλιά Ορεστιάδα εκκενώθηκε από τον Ιούλιο 1923 (Συνθήκη Λωζάνης, 24-7-1923). Στις 15-9-1923 και ώρα 10:20, η παλιά Ορεστιάδα-το Καραγάτς, παραδόθηκε στους Τούρκους.
Αυτή ήταν η μεγάλη αδικία της Συνθήκης. Στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης οι σύμμαχοί μας, οι Άγγλοι με αντιπρόσωπο τον Κωρζόν, οι Γάλλοι με τον Πουανκαρέ, οι Ιταλοί με τον Μουσουλίνι, υποκύπτουν στην απαίτηση του Τούρκου Ισμέτ πασά, βουλευτή Αδριανούπολης, (τον μετέπειτα Ινονού), που ζητούσε αποζημίωση από την Ελλάδα 4 δισκετομμύρια χρυσά φράγκα, το μισό πολεμικό και εμπορικό Ελληνικό στόλο, να φύγει το Πατριαρχείο από την Κων/πολη και να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη. Στη μεγάλη αντίδραση του Ελευθέριου Βενιζέλου, το Μάιο του 1923, ο Γάλλος στρατηγός Μαυρίκιος Πελλέ προτείνει: Αφού η Ελλάδα δεν μπορεί αν πληρώσει, να παραχωρηθεί η παλιά Ορεστιάδα – Καραγάτς στους Τούρκους. Η πρότασή του έγινε αποδεκτή.
Έτσι αρχίζει η εγκατάλειψη της παλιάς Ορεστιάδας από τον Ιούλιο του 1923. οι νικημένοι Τούρκοι, εμφανίσθηκαν νικητές, εκμεταλλευόμενοι τις αντιζηλίες των συμμάχων και την αδυναμία της Ελλάδος. Για τους Ορεστιαδίτες αρχίζει ένας νέος γολγοθάς.
Έρχονται οι 900 οικογένειες και χτίζουν τη Νέα Ορεστιάδα και στις 12 Αυγούστου 1923, κάνουν τα εγκαίνια της νέας τους πόλης.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το όνομα της πόλης. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι στη συμβολή των τριών ποταμών, στα άφθονα νερά και την πυκνή βλάστηση ζούσαν οι νύμφες που λέγονταν και Ορεστιάδας. Έτσι την πανέμορφη αυτή τοποθεσία, την ονόμαζαν Ορεστιάδα.
Αυτή ήταν η μεγάλη αδικία της Συνθήκης. Στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης οι σύμμαχοί μας, οι Άγγλοι με αντιπρόσωπο τον Κωρζόν, οι Γάλλοι με τον Πουανκαρέ, οι Ιταλοί με τον Μουσουλίνι, υποκύπτουν στην απαίτηση του Τούρκου Ισμέτ πασά, βουλευτή Αδριανούπολης, (τον μετέπειτα Ινονού), που ζητούσε αποζημίωση από την Ελλάδα 4 δισκετομμύρια χρυσά φράγκα, το μισό πολεμικό και εμπορικό Ελληνικό στόλο, να φύγει το Πατριαρχείο από την Κων/πολη και να γίνει δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη. Στη μεγάλη αντίδραση του Ελευθέριου Βενιζέλου, το Μάιο του 1923, ο Γάλλος στρατηγός Μαυρίκιος Πελλέ προτείνει: Αφού η Ελλάδα δεν μπορεί αν πληρώσει, να παραχωρηθεί η παλιά Ορεστιάδα – Καραγάτς στους Τούρκους. Η πρότασή του έγινε αποδεκτή.
Έτσι αρχίζει η εγκατάλειψη της παλιάς Ορεστιάδας από τον Ιούλιο του 1923. οι νικημένοι Τούρκοι, εμφανίσθηκαν νικητές, εκμεταλλευόμενοι τις αντιζηλίες των συμμάχων και την αδυναμία της Ελλάδος. Για τους Ορεστιαδίτες αρχίζει ένας νέος γολγοθάς.
Έρχονται οι 900 οικογένειες και χτίζουν τη Νέα Ορεστιάδα και στις 12 Αυγούστου 1923, κάνουν τα εγκαίνια της νέας τους πόλης.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το όνομα της πόλης. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι στη συμβολή των τριών ποταμών, στα άφθονα νερά και την πυκνή βλάστηση ζούσαν οι νύμφες που λέγονταν και Ορεστιάδας. Έτσι την πανέμορφη αυτή τοποθεσία, την ονόμαζαν Ορεστιάδα.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ
'Εβρος της Θράκης αδελφός, της Θράκης παλικάρι,
σταυραϊτός ακοίμητος και κάστρινο αγκωνάρι.
Φεγγοβολούν στα πόδια του, του Αιγαίου τ' ακρογιάλια
και της Αλεξανδρούπολης ο Φάρος τα καράβια.
Στην κεφαλή του η καρπερή του 'Αρδα η πεδιάδα,
το Τρίγωνο κι η όμορφη Νέα Ορεστιάδα.
Από το Διδυμότειχο, χρυσό στο στήθος φέρει
Βυζαντινό δικέφαλο ζερβόδεξα να βλέπει.
Στη μέση του μεταξωτό, σουφλιώτικο ζωνάρι,
ο 'Εβρος ο λεβεντονιός, ο 'Εβρος παλικάρι.
Της Κοσμοσώτειρας σεπτό, ένδοξο θυμητάρι,
στα χέρια του ευλαβικά κρατά προσκυνητάρι.
Της Βήρας άγιο σύμβολο, ακοίμητο λυχνάρι,
να ευλογεί τη Θράκη μας της Παναγιάς η Χάρη.
Στης Σαμοθράκης τ' ασημί που ο ζέφυρος δροσίζει,
τα νιάτα και τη λεβεντιά, ο 'Εβρος καθρεπτίζει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)