Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Προσωπικότητες Θράκης

Χρόνης Αηδονίδης

 

Χρόνης Αηδονίδης
Χρόνης Αηδονίδης
Ο Χρόνης Αηδονίδης γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1928, στην Καρωτή, ένα χωριό κοντά στο Διδυμότειχο. Γιος του ιερέα Χρήστου και της Χρυσάνθης Αηδονίδη, είναι o δεύτερος από τα πέντε αδέλφια του. Στο χωριό του, στην Καρωτή, περνά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια κι εκεί είναι που μαθαίνει τα πρώτα του τραγούδια και μυείται στον κόσμο της παραδοσιακής μουσικής, πρώτα από τη μητέρα του, που γνώριζε τα περισσότερα τραγούδια της Θράκης κι έπειτα απ’ τους περιπλανώδιους μουσικούς που έπαιζαν στα πανηγύρια του χωριού του.
Μαθητής ακόμα, διδάσκεται βυζαντινή μουσική, από τον πατέρα του και μετά από τον δάσκαλο Μιχάλη Κεφαλοκόπτη. Όταν τελείωσε το οκτωτάξιο γυμνάσιο στο Διδυμότειχο, διορίστηκε ως κοινοτικός δάσκαλος σε ένα χωριό της βουλγαρικής μεθορίου, τα Πετρωτά.Το 1950 εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική, στο Ελληνικό Ωδείο, κοντά στο μεγάλο δάσκαλο Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Το Μάρτιο του ίδιου χρόνου, προσλαμβάνεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, όπου εργάζεται ως λογιστής, ενώ παράλληλα έχει ξεκινήσει και τις σπουδές του στα λογιστικά, στη σχολή «Πυρσός», τις οποίες θα ολοκλήρωσει δύο χρόνια αργότερα.
Στο Σισμανόγλειο, μια σημαντική συγκυρία θα του αλλάξει τη ζωή. Το 1953 o μεγάλος μας λαογράφος Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου θα τον αναζητήσει και θα του προτείνει να συμμετέχει στην εκπομπή του «Θρακικοί Αντίλαλοι», στο κρατικό ραδιόφωνο. Παρότι στην αρχή ο Χρόνης Αηδονίδης θα διστάσει, λέγοντάς του «Με συγχωρείτε πολύ. Τα τραγούδια αυτά τα ξέρω, τα αγαπώ, αλλά…ντρέπομαι να τα πω. Θα με κοροϊδεύουν», στο τέλος όμως με τις συμβουλές και τις παραινέσεις του μεγάλου μας λαογράφου, θα αποφασίσει να λάβει μέρος σε αυτήν την προσπαθεία προβολής και διάδοσης της παραδοσιακής μας μουσικής.
Από τότε και με τη βοήθεια του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, παίρνει μέρος στις εκπομπές του, συμμετέχοντας πολύ σύντομα ως μονωδός στη Χορωδία του Παντελή Καββακόπουλου. Αργότερα συμμετέχει και στη χορωδία του Σίμωνα Καρρά, ενώ από το 1957, αναλαμβάνει τακτική εβδομαδιαία εκπομπή στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας το μουσικό θησαυρό της πατρίδας του, της Θράκης. Ήταν η πρώτη φορά που τα Θρακιώτικα τραγούδια ακούγονταν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Σήμερα ο Χρόνης Αηδονίδης έχει μια πλούσια δισκογραφία, με τα ωραιότερα τραγούδια της Θράκης, βόρειας, ανατολικής και δυτικής. Έχει λάβει μέρος σε εκαντοτάδες εκδηλώσεις τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Εξωτερικό (Αμερική, Αυστραλία, σε όλα τα κρατίδια της τέως Σοβιετικής Ένωσης, Ευρώπη).
Σημαντικό βήμα στην καλλιτεχνική του πορεία ήταν η ιδιαίτερα επιτυχής συνεργασία του με τον Γιώργο Νταλάρα, στο δίσκο «Τ’ Αηδόνια της Ανατολής», το Μάρτιο του 1990. Οι παραδοσιακοί ήχοι, μέσω αυτής της συνεργασίας, άγγιξαν και ένα κοινό που έως τότε δεν είχε ασχοληθεί με το είδος αυτό. Ακολούθησαν συναυλίες, με μεγάλη απήχηση, όπως εκείνη της παρουσίασης του δίσκου αυτού στο Λυκαβηττο, αλλά και άλλες σε κάθε τόπο της Ελλάδας και στο Εξωτερικού. Η επιτυχία θα συνεχιστεί με μία ακόμη σημαντική έκδοση των πανεπιστημιακών εκδόσεων Κρήτης, το 1993. Ο διπλός δίσκος «Τραγούδια και σκοποί της Θράκης», συνοδευόμενος από ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό και με τραγούδια αποκλειστικά ερμηνευμένα από το Χρόνη Αηδονίδη, θα συναγωνιστεί σε πωλήσεις και απήχηση τ’ «Αηδόνια της Ανατολής».
Η παραδοσιακή μουσική της Θράκης είχει αποκτήσει πλέον ένα μεγάλο ακροατήριο από κάθε γωνιά της Ελλάδας και σύντομα, μερικά χρόνια αργότερα, επρόκειτο να αποκτήσει ένα επίσης μεγάλο ακροατήριο και από κάθε γωνιά της γης. Την πρωτοχρονιά του 2000, σε ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό εορταστικό πρόγραμμα υποδοχής της νέας χιλιετίας, κάθε χώρα αναλαμβάνει να μεταδώσει με video-clip, μέσω δορυφορικής σύνδεσης, ένα τραγούδι, για να καλωσορισεί το νέο αιώνα. Η Ελλάδα την Ανατολή του 2000 την καλωσόρισε, στο Σούνιο, με τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη στα τραγούδια «Να ‘μαν πουλί να πέταγα» και «Βασίλεψεν Αυγερινός». Το video -clip που απαθανάτισε αυτή τη συγκινητική στιγμή επιμελήθηκε ο γνωστός σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης και μεταδόθηκε από την Κρατική Τηλεόραση. Έκανε τόση αίσθηση το άκουσμα των θρακιώτικων ήχων από τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη, ώστε από τότε πολλά τραγούδια του μεγάλου μας καλλιτέχνη ακούγονται στο εξωτερικό, στα ραδιόφωνα αλλά και ως σήματα σε εκπομπές ή και σε τηλεοπτικά διαφημιστικά σποτς σε χώρες της Ευρώπης.
Το 2001 ένα ακόμα σημαντικό βήμα θα φέρει το Χρόνη Αηδονίδη και πάλι στο προσκήνιο. Η συνεργασία του με τον Νίκο Κυπουργό, στο δίσκο «Τα μυστικά του Κήπου» θα ξαφνιάσει. Ένα νανούρισμα (το «Βλέφαρό μου»), σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, με ήχο παραδοσιακό αλλά και τη φρεσκάδα της πνοής της εποχής μας, θα κλέψει την παράσταση και θα αγαπηθεί όσο κανένα άλλο από τον κόσμο.
Το 2003, άλλη μια ιδιαίτερη συνεργασία, που κάνει αίσθηση, θα προστεθεί στο ενεργητικό του, με το δίσκο «Στης καρδιάς μου τ΄ανοιχτά», στην οποία θα συναντήσει τις μελωδίες του Παντελή Θαλασσινού σε δύο τραγούδια των: Ηλία Κατσούλη (Αχ κορμί ζωγραφιστό μου) και Χρυσόστομου Γελαγώτη (Κατερίνα Καρδερίνα). Το 2004, με το διπλό cd «Όταν οι δρόμοι συναντιούνται», ηχογραφεί για πρώτη φορά, μαζί με τη μαθήτριά του Νεκταρία Καραντζή, βυζαντινούς ύμνους. Παρότι ξεκίνησε το δρόμο της μουσικής από ψάλτης, ήταν η πρώτη φορά, με το cd αυτό, που παρέδωσε στη δισκογραφία δείγμα των εξαιρετικών ικανοτήτων και στο χώρο της Βυζαντινής Μουσικής.Στην Ολυμπιάδα της Αθήνας του 2004, ο Χρόνης Αηδονίδης με τη γλυκολαλιά του καλωσόρισε τους ξένους φίλους μας, στην Τελετή Λήξης, με μοναδικό τρόπο, τραγουδώντας συγκινητικά το καθιστικό: «Φίλοι μ’ καλωσορίσατε».
Το Πάσχα του 2005, συμμετείχε ως κεντρικό πρόσωπο σε καθημερινή επετειακή εκπομπή της ΕΤ1 που προβλήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Μ.Εβδομάδας, με τίτλο: «ΕΠΙΚΡΑΝΘΗ», ψάλλοντας βυζαντινούς ύμνους της περιόδου, μαζί με τη μαθήτρια, συνεργάτη και καθ’ ομολογία του ίδιου, διάδοχό του στο έργο του, Νεκταρία Καραντζή καθώς και τον καθηγητή βυζαντινής μουσικής, θεολόγο- φιλόλογο κ.Δημήτρη Βερύκιο. Στην εκπομπή συμμετείχαν, διαβάζοντας αναγνώσματα των ημερών, οι καταξιωμένοι ηθοποιοί: Γρήγορης Βαλτινός και Κοραλία Καράντη.
Ο Χρόνης Αηδονίδης σήμερα, με φωνή ακόμα πιο ώριμη αλλά και πιο γλυκιά και ευαίσθητη από εκείνη των νεανικών του χρόνων και με γνώση του «που πονάει το κάθε τραγούδι», όπως λέει ο ίδιος, συνεχίζει να προσφέρει στην παραδοσιακή μουσική του τόπου μας μεταφέροντας στις επόμενες γενιές το έργο του, μέσα από τη διδασκαλία του. Διδάσκει επίσης παραδοσιακό τραγούδι στο Χαλάνδρι, στο Ίδρυμα Ζήση και στο Κεντρικό Ωδείο (Κώστα Κλάββα) (όπου πέραν από παραδοσιακό τραγούδι, διδάσκει και βυζαντινή μουσική), ενώ είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Μελέτης Μουσικής Παράδοσης Θράκης, Μ.Ασίας και Ευξείνου Πόντου (τμήματος της Ε.Π.Α.Δ.Α.) ενώ είναι δημιουργός και εμπνευστής της ίδρυσης και λειτουργίας του Εργαστηρίου Παραδοσιακής Μουσικής του Δήμου Αλεξανδρούπολης, του οποίου είναι και καλλιτεχνικός διευθυντής. Είναι επίσης ιδρυτικό μέλος του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής», το οποίο έχει να επιδείξει μια πλούσια δραστηριότητα στο χώρο της λαογραφίας, με πολύ προσεγμένες εκδόσεις βιβλίων και cds από όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Ο Χρόνης Αηδονίδης έχει αφήσει το δικό του στίγμα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής. Οι σπάνιες ερμηνευτικές του ικανότητες, οι ιδιαίτεροι λαρυγγισμοί της βελούδινης φωνής του, το δημιουργικό του πνεύμα που τον οδήγησε να συνθέσει ξεχωριστές μελωδίες, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που τον κάνουν να ξεχωρίζει και να θεωρείται σήμερα ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της παραδοσιακής μας μουσικής και ως ο άνθρωπος που κατόρθωσε να απομακρύνει το παραδοσιακό τραγούδι από τα καταγώγια, όπου κάποτε το κατέτασσαν και να το οδηγήσει στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής.


Καρυοφίλης Δοϊτσίδης

doitsidisΟ Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης μαζί με τις κόρες του Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη είναι από τους πιο γνωστούς Θρακιώτες τραγουδιστές με πανελλήνια και όχι μόνο απήχηση. Ο πατέρας, ο Καρυόφυλλης Δοϊτσίδης, γεννήθηκε το 1930 στην Καρωτή Διδυμοτείχου από αγροτική οικογένεια, έχοντας και μουσικούς προγόνους, όπως των Σταύρο Δοϊτσίδη (έπαιζε καβάλ), ο οποίος μάλιστα ήταν αρκετά γνωστός και είχε διδάξει την τέχνη του σε περισσότερους από εκατό νέους Βουλγάρους στις αρχές του 20 αιώνα, στην Στενήμαχο, στον Πύργο (Μπουργκάς) και το Ορτάκιοϊ της σημερινής Βουλγαρίας. Από τη μικρή του ηλικία τον γοήτευαν ιδιαίτερα τα παραδοσιακά τραγούδια που άκουγε στην πλατεία του χωριού του, στο χοροστάσι που στηνόταν κάθε Κυριακή και σε διάφορες γιορτές. Άρχιζαν το χορό οι γυναίκες, τραγουδώντας δύο στην αρχή του χορού και δύο στο τέλος συνήθως, και κατόπιν οι άνδρες, με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως με τη συνοδεία της γκάιντας, της φλογέρας και της λύρας που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο σε σχέση με τα ?νεότερα? παραδοσιακά όργανα όπως: κλαρίνο, βιολί, ούτι και κρουστά. Επίσης τα παραδοσιακά αυτά τραγούδια τα άκουγε και στο σπίτι από τη μητέρα του Θεοπούλα και τη γιαγιά του Χρυσάνθη.
Το 1950, τελικώς πείθει τον πατέρα του που αρχικά ήταν αρνητικός, εξαιτίας των αντιλήψεων της εποχής για το επάγγελμα του μουσικού, να του πάρει ένα ούτι. Την εποχή εκείνη οι άνθρωποι της υπαίθρου αλλά και όχι μόνο θεωρούσαν υποτιμητικό το να γίνεις μουσικός και να γυρνάς στις πόλεις και στα χωρία. Αγοράζει το πρώτο του ούτι από τα Λάβαρα με 250 δρχ., ένα χωριό λίγο έξω από το Σουφλί, εκπληρώνοντας έτσι την παιδική του επιθυμία για το μουσικό αυτό όργανο. Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για μία εβδομάδα στην Ορεστιάδα και παίρνει τα πρώτα του μαθήματα από τον Αρμένη δεξιοτέχνη στο ούτι Σαρκίζ, ο οποίος ήταν και ψάλτης της Αρμενικής εκκλησίας του Διδυμοτείχου. Κάποια άλλα μαθήματα όμως παίρνει και από τον λαϊκό οργανοπαίχτη της περιοχής στο ούτι, Γιάννη Νταντή από τον Πύργο Ορεστιάδας. Mετά από αυτά τα πρώτα μαθήματα επιστέφει στο χωριό του. Από εκεί πλέον προσπαθεί να μάθει μόνος του να παίζει τους παραδοσιακούς σκοπούς και τα τραγούδια του χωριού του και της ευρύτερης περιοχής, σχεδιάζοντας μουσικές εισαγωγές και ταξίμια, ενώ συγχρόνως εργαζόταν στα χωράφια του πατέρα του. Οι πρώτες δειλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις του έγιναν στα καφενεία του χωριού του, λίγο αργότερα βγήκε παρά έξω, στα διπλανά χωριά.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως κατά την περίοδο εκείνη και συγκεκριμένα το 1950, παντρεύτηκε τη Μόρφω Γρηγορίδου και λίγο αργότερα απέκτησαν μαζί τις δύο κόρες τους τη Θεοπούλα και τη Λαμπριάννα, το 1952 και 1955 αντίστοιχα, οι οποίες έμελλε να τον ακολουθήσουν στο τραγούδι και να βρεθούν στο πλάι στον πατέρα τους, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και σήμερα, αποτελώντας τις ποιο αντιπροσωπευτικές γυναικείες φωνές της Θρακιώτικης μουσικής. Έτσι δημιουργήθηκε ένα αναπόσπαστο μουσικό και φωνητικό τρίο της ελληνικής μουσικής παράδοσης και κυρίως της θρακικής.
Το 1954 αγοράζει ένα τζιουμπούς με περίπου 500δρχ. για τους γάμους, τους αρραβώνες, τα πανηγύρια αλλά και κάθε λογής εκδήλωση, επειδή την εποχή εκείνη έπαιζαν οι μουσικοί φυσικά, χωρίς ηχητική υποστήριξη και το τζιουμπούς είχε δυνατότερο ακουστικό ήχο από το ούτι στους εξωτερικούς χώρους. Έτσι, πρώτος ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης εισάγει ένα νέο όργανο στην τυπική ορχήστρα της Θράκης, που γίνεται γρήγορα αποδεκτό από τους τοπικούς μουσικούς, εξαιτίας της χρησιμότητας του, οι οποίοι μάλιστα παραδέχονται ότι το όργανο αυτό το πρόσθεσε πρώτος αυτός, αν και δεν αποκλείεται να παιζόταν από κάποιο άλλο μουσικό σε κάποια περιοχή της Θράκης για προσωπική ευχαρίστηση, σίγουρα όμως δεν το συναντούσε κανείς σε ορχήστρες. Το τζιουμπούς όμως, μετά την βελτίωση με ηχητική υποστήριξη της ακουστικότητας των μουσικών των μουσικών οργάνων, παραμελήθηκε και ?αποκαταστάθηκε? το ούτι, με αποτέλεσμα σήμερα να παίζεται από ελάχιστους μουσικούς και να μην χρησιμοποιείται σε ορχήστρες, σχεδόν καθόλου.
To 1960 Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης συλλαμβάνει την ιδέα δημιουργίας τοπικού χορευτικού συγκροτήματος, όπου θα χορεύανε τους χορούς της Θράκης. Αργότερα το μουσικοχορευτικό συγκρότημα αρχίζει να εμφανίζονται σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στη Θράκη, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Εδώ αξίζει να επισημάνουμε πως ήταν το πρώτο θρακιώτικο χορευτικό συγκρότημα που εμφανίζονταν για να δώσει παραστάσεις χορεύοντας θρακιώτικους χορούς, γιατί μέχρι τότε στα σχολεία, γυμνάσια αλλά και σε διάφορους άλλους οργανωμένους φορείς της Θράκης που μπορεί να οργάνωναν χορευτικές παραστάσεις, χορεύονταν πανελλαδικοί χοροί. Το συγκρότημα Δοϊτσίδη της Καρωτής θεωρούνταν από τους Θρακιώτες το καλύτερο χορευτικό συγκρότημα της Θράκης. Από 1958, παράλληλα αρχίζει να συμμετέχει σε εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού Ε.Ι.Ρ. Κομοτηνής, όπου κατέβαζε μουσικούς από το Βόρειο Έβρο, οι οποίες θα συνεχιστούν μέχρι το 1968 χρονιά όπου κατεβαίνει οριστικά στην Αθήνα. Στον ραδιοφωνικό σταθμό της Κομοτηνής, γνωρίζεται με τον Λαογράφο Παντελή Καβακόπουλο, οποίος πραγματοποιούσε επιτόπιες έρευνες στην Θράκη. Στη συνέχεια ανεβαίνει στην Καρωτή για να καταγράψει τη μουσικοχορευτική παράδοση της περιοχής. Σ’ αυτή του την προσπάθεια τον βοήθησε η οικογένεια Δοϊτσίδη, δίνοντας του πολύτιμο υλικό της περιοχής .
To 1961 με τη μεσολάβηση του Καβακόπουλου γίνεται η πρόταση στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη από την εταιρία Music Box να ηχογραφήσει τραγούδια της Θράκης. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε τότε ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, ήταν εννέα τραγούδια. Μερικά απ’ αυτά είναι: «Σ’αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ», «Μια κόρη μια διαβάτισσα», «Αλάργα ξένη μ’ το χορό» κ.α. Στα τραγούδια αυτά συμμετέχει και η Ειρήνη Καβακοπούλου, γυναίκα του Παντελή Καβακόπουλου, ο οποίος μάλιστα ήταν και ο ενορχηστρωτής της συγκεκριμένης ηχογράφησης. Οι μουσικοί που έπαιξαν ήταν: Μανώλης Παπαγεωργίου- κλαρίνο, Δημήτρης Μπάγιας (Λαβίδας) -βιολί, Αριστείδης Μόσχος- σαντούρι, Χρήστος Λαβίδας- κιθάρα, Γιάννης Αγαπητός- κόντρα μπάσο και Φώτης Τσιλιπάνος- κρουστά .
Το 1965 συμμετείχε με την ελληνική αποστολή στο βαλκανικό φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας, μαζί με γνωστούς καλλιτέχνες της δημοτικής μας μουσικής όπως: Ξανθίππη Καραθανάση, Ειρήνη Καβακοπούλου, Γιάννης Δερμιτζογίαννης, Φώτης Πάνου, Μανώλης Παπαγεωργίου κ.α.. Η ελληνική αποστολή κερδίζει το πρώτο βραβείο και τελικά γυρίζει όλες τις μεγάλες πόλεις της Βουλγαρίας δίνοντας συναυλίες.
Το 1968 η μουσικοχορευτική αποστολή της Καρωτής συμμετείχε σε πολιτιστική εκδήλωση που έλαβε μέρος στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Υπεύθυνη της πολιτιστικής εκδήλωσης ήταν η Δόρα Στράτου. Έτσι η Δόρα Στράτου ενθουσιασμένη από τα τραγούδια και τους χορούς της Θράκης, που για πρώτη φορά παρουσιάζονταν στο Αθηναϊκό κοινό, προτείνει στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη να συνεργαστεί μαζί της στο θέατρο της. Μετά από λίγο καιρό, το φθινόπωρο του 1968, κατεβαίνει με το μουσικοχορευτικό συγκρότημα και την οικογένεια του στην Αθήνα, όπου εγκαθιστάτε πλέον μόνιμα το 1969. Στο θέατρο της Δόρας Στράτου δίνει παραστάσεις από το 1968 μέχρι και το 1973, φέρνοντας παράλληλα στο θέατρο μουσικούς και χορευτές από τη Θράκη.
Μετά τη λήξη της συνεργασίας του με τη Δόρα Στράτου, αρχίζει να συνεργάζεται με το μουσικοσυνθέτη Χρήστο Λεοντή και τη Μαρίζα Kώχ σε μπουάτ στην Πλάκα, καθώς επίσης να και κάνει ενορχηστρώσεις σε θεατρικά έργα. Έκτος από τα θεατρικά συμμετείχε ως μουσικός σε μια τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά που γυρίζονταν στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα. Στη συνέχεια η οικογένεια Δοϊτσίδη συνεργάζεται με τη Δόμνα Σαμίου, με την οποία επισκέφτηκαν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, το Γιάννη Μαρκόπουλο, το Γιάννη Ξαρχάκο, αλλά και τον Παναγιώτη Μυλωνά, το Χρυσόστομο Μητροπάνο, το Νίκο Μπαζιάνα, το Κώστα Στρατηγάκη, τη Φεβρωνία Ρεβύνθη, σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές της Ε.Ρ.Τ.. Επίσης με το Θανάση Γκαϊφύλλια και τη Μαρίζα Κώχ επισκέφτηκαν όλες τις πρωτεύουσες των κρατών της Σοβιετικής Ένωσης δίνοντας συναυλίες. Την ίδια περίοδο και συγκεκριμένα από το 1971 και μετά αρχίζουν να κυκλοφορούν οι μεγάλοι προσωπικοί της οικογένειας, δίσκοι των 33spv στροφών, ενώ πιο πριν, από το 1961 και μετά είχαν ηχογραφηθεί και αρκετοί δίσκοι 45spv στροφών.
Ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης στην προσπάθεια του να διασώσει το μουσικό πολιτισμό της Θράκης, πραγματοποιούσε κατά καιρούς επιτόπιες καταγραφές-έρευνες. Επίσης για την διάδοση του μουσικού πολιτισμού, λειτούργησε και διατήρησε από το 1980 και για 14 ολόκληρα χρόνια πρώτο και μοναδικό στέκι μουσικής για τους θρακιώτες, το «Θρακιώτικο Στέκι» στην Καλλιθέα, τραγουδώντας την παράδοση της Θράκης.
Το 1985 η οικογένεια Δοϊτσίδη κερδίζει, για τον ενδέκατο σε σειρά μεγάλο δίσκο με τίτλο «Το κάστρο της Θρακιάς», το 1ο βραβείο Οπτιακουστικών Μέσων της Γαλλικής Ακαδημίας που διεξήχθη στο Παρίσι. Συνολικά, η οικογένεια Δοϊτσίδη, έχει κυκλοφορήσει 18 προσωπικούς δίσκους, ενώ παράλληλα έχει στο ενεργητικό της πάρα πολλές συμμετοχές σε δίσκους άλλων μεγάλων καλλιτεχνών, μέσω των οποίων έχουν διασωθεί περισσότερα από διακόσια παραδοσιακά τραγούδια της Θράκης.
Κατά την διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας ο Καρυοφύλλης και οι κόρες Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη πήραν πολλά βραβεία και υψηλές διακρίσεις για την προσφορά τους στην ελληνική μουσική παράδοση και συγκεκριμένα στην θρακιώτικη, αλλά σημαντικότεροι επιτυχία θεωρήθηκε από τους ίδιους η βράβευση από το χωρίο τους, Καρωτή, το 1997 για την διάδοση και διάσωση της θρακικής μουσικής. Γεγονός πολύ σημαντικό για την οικογένεια, να αναγνωρίζεται η προσφορά της από τον τόπο καταγωγής τους. Ακόμα, και η βράβευση του Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη από την Ένωση Μάρηδων (Θρακικό Σωματείο), το 2002 ως μουσικοσυνθέτη ήταν μια σημαντική αναγνώριση για το έργο που προσέφερε στη Θράκη.
Τα τραγούδια, σε παλαιότερες εποχές, δεν είχαν μουσική επένδυση. Κυρίως τα τραγουδούσαν γυναίκες στο χορό, αλλά και άνδρες κάπως πιο σπάνια, οι οποίοι έλεγαν συνήθως καθιστικά, και οι μουσικοί είτε έπαιζαν οργανικά κομμάτια, είτε επαναλάμβαναν το τραγούδι. Επομένως για να ηχογραφηθούν τα τραγούδια αυτά έπρεπε να δημιουργηθούν εισαγωγές και ανταπόκρισης, ώστε να είναι ακουστικά και χορευτικά ομορφότερα λόγο των αναγκών που δημιούργησε η διαδικασία της εγγραφής του δίσκου. Επομένως ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μουσικών εισαγωγών και ανταποκρίσεων των τραγουδιών της Θράκης οφείλονται στον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη .
Ο Καρυόφυλλης Δοϊτσίδης, τραγουδιστής, ενορχηστρωτής και μουσικοσυνθέτης προσέθεσε και ορισμένα δικά του κομμάτια στο μουσικό ρεπερτόριο της Θράκης, όπως: «Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς», «Τώρα που ήρθε η άνοιξη», «Στέργιος ξεπισμάνιψι», «Στέργιος παντρεύητι», «Η Καρακατσιανή», «Ο δικέφαλος αετός της Θράκης» και αλλά πολλά, τραγούδια τα οποία αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από τους Θρακιώτες και όχι μόνο.
Εκτός από την αρκετά μεγάλη δισκογραφική δραστηριότητα που ανέπτυξε η οικογένεια, γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα, αλλά και παρά πολλές χώρες του κόσμου όπως Η.Π.Α., Καναδά, Αυστραλία, Μέση Ανατολή, σχεδόν σε όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη κ.α. δίνοντας συναυλίες. Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στο συγκρότημα της οικογένειας και ο εγγονός, ο Νίκος Αγγούσης- Δοϊτσίδης στο κλαρίνο.

 

1 σχόλιο: